Έλεγε χρόνια τώρα
Έλεγε χρόνια τώρα, ένα σπιτάκι θέλω µοναχά, ένα σπιτάκι. Κι ήταν αλήθεια. Μια δικιά του σκεπή πάνω απ’ το κεφάλι του ήταν το µόνο που ζητούσε, και όλο το έκανε στην άκρη το όνειρό του, και όλο το καθυστερούσε.
Ήταν µικρή η ζωή για να χωρέσει το όνειρό του. Και όλο το ανέβαλε ο Μάρκος και όλο τον έτρωγε ο καηµός µέσα σ’ ένα διαµέρισµα να στριµώχνει τους αναστεναγµούς του.
Εκείνη την Κυριακή, µε σύννεφα να τον ακολουθούν σε κάθε βήµα, βρήκε κατάχαµα κάτι ξύλα βαριά. Μωρέ, αυτά στεριώνουν σπίτι, µονολόγησε.
Οι µήνες πέρασαν κι ο Μάρκος ακόµα παιδεύεται. Χτίζει, ξηλώνει, καρφώνει. Και τα βράδια γυρνάει κατάκοπος στους τέσσερις τοίχους. Μα δεν αναστενάζει πια, µόνο κοιµάται µ΄ ένα χαµόγελο. Λίγο ακόµα λέει, λίγο ακόµα και κάθε µέρα που ξηµερώνει, το όνειρό του ψηλώνει κι από λίγο.