Ένα κόκκινο φανάρι και μια στιγμή
Σύμφωνα με τον εκπληκτικά συνεπή και συνήθως αδιάσειστο νόμο του Μέρφι, όλα τα φανάρια θα κοκκινήσουν όταν βιάζεσαι. Όταν πάλι είσαι χαλαρός και χαζεύεις την κίνηση της πόλης, το πράσινο δεν θα σε αφήσει να σταματήσεις, να πιάσεις έστω λίγες φευγαλέες στιγμές και εικόνες…
Πριν λίγες ημέρες, μεσημέρι, ένα κόκκινο φανάρι με σταμάτησε στην πολύβουη και υπερφορτωμένη από κίνηση –ως συνήθως– Γούναρη. Στη διασταύρωση με την Κορίνθου, λίγο παρακάτω από την είσοδο των δικαστηρίων. Περιμένοντας το πράσινο, χάζευα τον κόσμο που περνούσε το δρόμο με βιασύνη. Έξω από την είσοδο των δικαστηρίων, μια κλούβα της αστυνομίας και κόσμος πολύς μαζεμένος, σαν κάποιον να περίμενε να βγει από αυτή ή έστω να μπει.
Μέσα στο συρφετό, ένα κοριτσάκι με καρφωμένα τα ματάκια του στην κλούβα, πάλευε να απελευθερωθεί από την αγκαλιά της μαμάς του, να τρέξει με λαχτάρα ν’ ανοίξει την πόρτα και ν’ αγκαλιάσει κάποιον που εγώ δεν μπορούσα να δω. Ίσως τον μπαμπά του, σκέφτηκα. Ξάφνου το μικρό προσωπάκι φωτίστηκε από χαρά! Πίσω από το μικρό παραθυράκι της αυτοκινούμενης αυτής φυλακής, είδε αυτόν που περίμενε. Ύψωσε το μικρό της χεράκι και άρχισε να χαιρετάει και να κουνιέται ακόμη πιο έντονα για ν’ απελευθερωθεί από την σφιχτή αγκαλιά που την κρατούσε μακριά του. Χαιρετούσε, χαμογελούσε, κουνώντας το χεράκι του, μέχρι που η κλούβα ξεκίνησε. Το παιδικό βλέμμα την ακολούθησε μέχρι να στρίψει λίγο παραπάνω. Πρόλαβα και το είδα το βλέμμα αυτό, γεμάτο από μια παιδική αθωότητα και μια τεράστια, ανεξήγητη περιέργεια… Στο μυαλό μου η κίνηση στο δρόμο πάγωσε, οι περαστικοί χάθηκαν, ο δρόμος ερήμωσε με μιας… Η στιγμή πέρασε γρήγορα και χάθηκε, ένα κόκκινο φανάρι κι ένα έντονο κορνάρισμα να ξεκινήσω με έφεραν πίσω πάλι, στην κίνηση του δρόμου…