Ένα χέρι
Περπατούσε ανέμελος σ’ ένα από εκείνα τα σοκάκια της Άνω Πόλης, τα ήσυχα, τα παστρικά, που όσο στενά κι αν είναι, γεμίζουν απ’ την πρωινή δροσιά και το λαμπερό φως του χειμωνιάτικου ήλιου.
Advertisement
Έκανε ευλαβικά το σχήμα του σταυρού στο στήθος του, περνώντας έξω από το παλιό εκκλησάκι, την ώρα που σχεδόν σκόνταψε πάνω σε κάτι που έμοιαζε με μια μάζα από σκουπίδια· διέκρινε το ζαρωμένο χέρι που περίσσευε μέσα από κάτι βρώμικα κουρέλια.
Κοντοστάθηκε. Ένιωσε μια θλίψη να αντικαθιστά την ξεγνοιασιά του. Έκανε δυο πλάγια βήματα, απομακρύνθηκε σιγά-σιγά από τον ξαπλωμένο ζητιάνο, προχώρησε και σταυροκοπήθηκε ξανά, αφήνοντας πίσω του το εκκλησάκι.
«Αλήτη», ψιθύρισε.
Advertisement
Advertisement