Αγαπητέ Φλεβάρη, μη μας βασανίζεις άλλο!
Υποψία γιασεμιού, της τρύπησε τη μύτη. Ξαφνικά ξύπνησαν οι αισθήσεις της. Άνοιξε διάπλατα τα μισόκλειστα από την κακοκεφιά μάτια της, τα σήκωσε από το έδαφος και κοίταξε τριγύρω. Ήταν σαν να την είχε ξυπνήσει κάποιος από λήθαργο, από χειμερία νάρκη. «Μα, από που ήρθε η μυρωδιά;» Σκέφτηκε. Σαν λαγωνικό οσμίστηκε τον αέρα, προσπαθώντας να την εντοπίσει πάλι, αλλά τίποτα. Μήπως ήταν η ιδέα της; Τι στο καλό της συνέβαινε. Ξανακατέβασε το βλέμμα με απογοήτευση, κοιτώντας το δρόμο και τα παπούτσια της, συνεχίζοντας να περπατά σκυθρωπή.
Advertisement
Είχε φύγει από το σπίτι της να περπατήσει λίγο, μήπως και έφτιαχνε κάπως η διάθεσή της. Εδώ και μέρες ένοιωθε ένα σκίρτημα στην ψυχή και ένα ξεσήκωμα στο μυαλό της, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Προσπαθούσε να δώσει μια λογική εξήγηση, εφόσον δεν ήταν φυσιολογικό να νιώθει έτσι μέσα στο Φλεβάρη. Πήρε βαθιά ανάσα και να τη πάλι! Γιασεμί! Ή μήπως μανουσάκι; Εκείνο το σκανταλιάρικο ευωδιαστό λουλουδάκι που φυτρώνει καταμεσής του Χειμώνα και σε πλανεύει με το άρωμα του από μακριά; Είχε αποσυντονιστεί πλήρως πλέον. Δεν ήταν η ιδέα της, από κάπου μύριζε… Άνοιξη!
Ακολούθησε το ένστικτο της και την υποβόσκουσα μυρωδιά και μπήκε σε ένα χωράφι. Αυτή τη φορά κοιτούσε τριγύρω με τις αισθήσεις της σε εγρήγορση. Ένιωσε το παντελόνι της νωπό από την υγρασία των ψηλών, ως πάνω από τους αστράγαλούς της, χόρτων. Είχαν φυτρώσει εκείνα τα γνωστά κίτρινα λουλουδάκια που είναι σε πληθώρα αυτήν την εποχή. Θυμήθηκε που τα μάζευε για τη μαμά της όταν ήταν μικρή και χαμογέλασε. Ωστόσο αυτά δεν έχουν μυρωδιά, σίγουρα δεν ήταν εκείνα που μύριζαν έτσι. Είδε κάτι ελιές και προχώρησε προς τα εκεί. Σκέφτηκε ότι πολλές φορές κάτω από τις ελιές φυτρώνουν τα μανουσάκια, όπως τα λένε στην Κρήτη, οι νάρκισσοι όπως είναι το επίσημο όνομα τους. Έσκυψε το κεφάλι και τα έψαχνε τριγύρω στις ελιές, αλλά μάταια. Η μυρωδιά ωστόσο είχε ξεφτίσει και πάλι.
Αποφάσισε να φύγει. Ήταν σίγουρο πλέον, ότι το μυρωδάτο έγκλημα δεν θα εξιχνιαζόταν εκείνη τη μέρα. Ο Φλεβάρης θα συνέχιζε να τη βασανίζει. Καθώς προχωρούσε προς την έξοδο, στην περιφερική της όραση, της τράβηξε την προσοχή κάτι ροζ. Γύρισε δεξιά και ήταν εκεί, η ροζ οπτασία, ο προπομπός της Άνοιξης. Μια ολάνθιστη αμυγδαλιά! Μα φυσικά! Οι πρώτες αμυγδαλιές ξεγελιούνται με τον καλό καιρό του Φεβρουαρίου και ξεκινούν να ανθίζουν. Πόση αισιοδοξία και χαρά μπορεί να σου δώσει ένα δέντρο! Πόση ελπίδα. Ειδικά μετά από την απελπισία της βαρυχειμωνιάς και του κρύου που νόμιζες ότι θα κρατήσει για πάντα. Πήγε κοντά, την περιεργάστηκε και τελικά είπε δυνατά: «Αγαπητέ Φλεβάρη, μη μας βασανίζεις άλλο. Στείλε επιτέλους την Άνοιξη!»
Advertisement
Advertisement