Βουτιές τα ξημερώματα, να φύγει ο χειμώνας!
Με ξυπνάει ο ήχος του ξυπνητηριού από βαθύ ύπνο γεμάτο ψυχεδελικά όνειρα. Το άγχος της προηγούμενης νύχτας τροφοδοτεί το κουρασμένο μου εγκέφαλο με μπόλικη φαντασία. Φωσφωριζέ εξωγήινοι που τσαλαβουτάνε στη θάλασσα του Καστελόκαμπου, γοητευτικές νεράιδες, πεζοπόροι εξερευνητές του 15ου αιώνα και άλλοι εκπληκτικοί χαρακτήρες πέρασαν από τον ονειρικό κόσμο του ύπνου μου. Ο ήχος του ξυπνητηριού όμως με τραβάει βίαια πίσω στον βαρετό, προβλέψιμο κόσμο της πραγματικότητας.
Ξεσκεπάζομαι αργά, ανασηκώνομαι και κοιτάζω τον ουρανό από το παράθυρο. Ακόμα σκοτάδι έξω. Με νευρικές κινήσεις ντύνομαι, αρπάζω ένα μήλο και βγαίνω έξω μαζί με το ποδήλατο. Ο παγωμένος αέρας με ξυπνάει για τα καλά. Λίγο πιο κάτω συναντάω τον Φίλιππο, λέμε μια καλημέρα, καβαλάμε τα ποδήλατα και γλιστράμε στην κατηφόρα.
Είπαμε σήμερα να πάμε για πολύ πρωινό μπάνιο. Αρκετά πρωί μάλιστα ώστε να προλάβει ο Φίλιππος (ο δεύτερος – γνωστός και ως Γρανάζης ) στο γυρισμό να πάει για δουλειά.
Είναι πρόκληση, αλλά αυτή η εμπειρία, με τις πολύ έντονες αλλαγές σε θερμοκρασία, χρώματα, διάθεση, είναι απρόσμενα αναζωογονητική· κάτι σαν φυσική ντόπα όπως το είχε περιγράψει πολύ πετυχημένα πριν χρόνια ένας ψημένος χειμερινός κολυμβητής στο Ρίο.
Φτάνουμε στις Δάφνες, ξεκαβαλάμε τα ποδήλατα και περπατάμε στα βότσαλα μέχρι το σημείο που αλλάζουμε. Ο ήλιος αρχίζει να βγαίνει και τα βουνά παίρνουν ένα γλυκό πορτοκαλομώβ χρώμα. Το τσουχτερό κρύο, σχεδόν σε πείθει ότι θα περάσεις καλύτερα αν μείνεις έξω από τη θάλασσα. Κανείς όμως δεν τολμά να κάνει πίσω.
Αρχίζουμε να γδυνόμαστε αργά και βασανιστικά. Οι πατούσες έχουν ήδη ξυλιάσει από το αγιάζι και τα παγωμένα χαλίκια. Δίνουμε το σύνθημα και περπατάμε προς τη θάλασσα. Μετά κραυγών και ιαχών βουτάμε μέσα και αρχίζουμε να κολυμπάμε γρήγορα και άτσαλα σαν κάτι γριές που δε θέλουν να βρέξουν τα μαλλιά τους.
Τα πρώτα λεπτά είναι λίγο δύσκολα αλλά σταδιακά αρχίζουμε να νοιώθουμε άνετα και απολαμβάνουμε την μαγευτική εμπειρία ενός χειμερινού μπάνιου. Για θέα έχουμε τα χιονισμένα βουνά της Ναυπακτίας που λαμποκοπάνε στις πρώτες αχτίδες του ήλιου. Από πίσω μας το «δικό μας» Παναχαϊκό, επίσης κατάλευκο. Από πάνω μας τα συννεφάκια έχουν αρχίσει και χρυσαφίζουν. Απόλυτη ησυχία εκτός από τους ήχους των απλωτών μας. Σα να φαίνεται πως το κρύο της θάλασσας δεν μας επιτρέπει να σκεφτούμε τίποτε άλλο πέρα από την ομορφιά της στιγμής!
Μετά από κανένα μισάωρο, βγαίνουμε έξω και πάμε τροχάδην σαν πάπιες πάνω στα κοφτερά βότσαλα, μέχρι το ντους. Σκουπιζόμαστε (κάποιοι με πετσέτες – κάποιοι με τον αέρα όπως προτάσσει ο άγραφος νόμος της ομάδας), και με χέρια που δυσλειτουργούν από το κρύο, προσπαθούμε να ντυθούμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Άλλο ένα μπάνιο έφτασε στο τέλος του!
Τα μπάνια το Χειμώνα, αλλά ακόμα περισσότερο τα πρωινά μπάνια σαν αυτό, είναι πραγματική πρόκληση για ένα ον όπως ο άνθρωπος που αποφεύγει από ένστικτο το παίδεμα. Γιατί λοιπόν να τρέχεις σαν τον μουρλό στη θάλασσα, αντί να κάτσεις να χουχουλιάζεις κάτω από τα σκεπάσματα;
Όποιος δεν το δοκιμάσει δε θα μάθει ποτέ πραγματικά την απάντηση!