Βρυξέλλες, η πόλη των ευρωπαϊκών συνόρων
Bρυξέλλες, 25.02.2016.
Σταθμός Μααλμπέκ, έξω από το κτίριο της Ευρωπαϊκής επιτροπής.
Ώρα 14.30
Το κρύο είναι υγρό και για αυτό πιό τσουχτερό. Ο ουρανός γκρι, πιο γκρι δεν γίνεται. Τα αυτοκίνητα στον μονόδρομο της Rue de la loi, κατά το γαλλικό «δίκαιο», ή Wetstraat, κατά το φλαμανδικό «δίκαιο», τρέχουν περισσότερο από το επιτρεπόμενο όριο. Οι οδηγοί τους δείχνουν να είναι ιδιαιτέρως νευρικοί, αγχωμένοι, στα όρια της επιθετικότητας θα τολμούσα να πω. Τα αυτοκίνητα είναι όλα ακριβά, καινούργια και δείχνουν πολύ καθαρά. Η ονομασία της πόλης των Βρυξελλών είναι σε πληθυντικό αριθμό, όχι μόνον στα ελληνικά, αλλά και σε άλλες γλώσσες. Δημιουργήθηκε από την ένωση μικρότερων άλλων γειτονικών κωμοπόλεων που βρίσκονταν ανάμεσα στους λόφους που την περιτριγυρίζουν. Το Βέλγιο μάλιστα ιδρύθηκε μόλις το 1830, κατόπιν επανάστασης, με αίτημα την ανεξαρτοποίησή του από την Ολλανδία. Αυτή λοιπόν, ή τόσο νέα ευρωπαϊκή χώρα με τις έντονες αντιθέσεις και τους διαξιφισμούς μεταξύ Βαλλόνων και Φλαμανδών, έμελλε να γίνει και η νέα ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.
Σε αυτήν την πόλη βρίσκομαι για πολλοστή φορά, πρώτη όμως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις των τζιχαντιστών. Αυτό που μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι η ύπαρξη Βέλγων βαριά οπλισμένων στρατιωτών που είναι διεσπαρμένοι όχι μόνον στην βελγική πρωτεύουσα αλλά σε όλες τις σημαντικές πόλεις. Ακόμη και στους βελγικούς πεζόδρομους, έξω από μεγαλοκαταστήματα είναι σταθμευμένα στρατιωτικά οχήματα και φορτηγά. Οι στρατιώτες «σκανάρουν» με το βλέμμα τους τον καθένα που θα τους κοιτάξει, ή κατά την γνώμη τους «δείχνει περίεργος».
Η πόλη των Βρυξελλών παρότι βρίσκεται γεωγραφικά μέσα στην Φλάνδρα, έχει τους Φλαμανδούς ως μειοψηφία. Οι Φλαμανδοί όμως και η περιοχή τους είναι το πλούσιο κομμάτι της χώρας του Βελγίου. Πολύ συχνά μάλιστα οι Φλαμανδοί που αποτελούν το 60%, χαρακτηρίζουν τους γαλλόφωνους Βαλλόνους που είναι το 35% ως τεμπέληδες, υπεύθυνους για το δημόσιο χρέος της χώρας τους. Τονίζουν συνεχώς και αδιαλείπτως πως δεν είναι διατεθειμένοι για τα «ρεμάλια» αυτά, τους Βαλλόνους, να αποπληρώνουν πλέον το χρέος που δημιούργησαν.
Το επίσης περίεργο και χαρακτηριστικό είναι πως διοικητικά το Βέλγιο χωρίζεται στα τρία, στην Φλάνδρα, στην Βαλλονία και στις Βρυξέλλες. Πρόσφατα μάλιστα τρεις δήμοι των Βρυξελλών αποφάσισαν να αποσχιστούν και να ενταχθούν στην Φλάνδρα. Αυτό δημιούργησε μείζον θεσμικό και πολιτικό πρόβλημα. Τα βελγικά κόμματα, εκτός από τους Πράσινους, «κατεβαίνουν», στις εκλογές ανά δύο. Υπάρχει δηλαδή γαλλόφωνο και φλαμανδόφωνο σοσιαλιστικό κόμμα, ή γαλλόφωνο και φλαμανδόφωνο κόμμα χριστιανοδημοκρατικών, όπως επίσης και γαλλόφωνο και φλαμανδόφωνο κόμμα εθνικιστών. Είναι πολύ συχνό το φαινόμενο των «γλωσσικών», η «κοινοτικών» προβλημάτων που προκύπτουν και που οδηγούν συχνά σε «ρίξιμο» της κυβέρνησης και σε διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Είναι έντονη η αίσθηση ότι οι Φλαμανδοί θέλουν να πάρουν το αίμα τους πίσω μετά από τόσα χρόνια καταπίεσης τους από τους Βαλλόνους. Το Βελγικό κράτος συμπληρώνεται από το 5% της γερμανόφωνης μειονότητας που βρίσκεται στα ανατολικά της Βαλλονίας, στα σύνορα βέβαια με την Γερμανία. Μετά τα φλαμανδικά και τα γαλλικά τα γερμανικά είναι η τρίτη επίσημη γλώσσα του Βελγίου.
Βρίσκομαι λοιπόν μπρος από το κτίριο της Ευρωπαικής επιτροπής και συλλογίζομαι πως είναι δυνατόν η χώρα αυτή, με τα τόσα εσωτερικά προβλήματα και διαξιφισμούς θα μπορούσε να γίνει η πολιτική και θεσμική πρωτεύουσα μιας πραγματικά ενωμένης Ευρώπης, όταν η ίδια θεσμικά, γλωσσικά, πολιτικά, πολιτισμικά, είναι χωρισμένη τουλάχιστον στα δύο. Αναρωτιέμαι επίσης για ποιο λόγο το Βέλγιο, η χώρα με τις δύο έντονες μειονότητες, που συμβιώνουν πολιτικά «στα κόκκινα», επελέγη ως η χώρα-πρωτεύουσα των ενωμένων ευρωπαϊκών χωρών. Αδυνατώ να απαντήσω, μάλλον λόγω του τσουχτερού κρύου, ίσως και του γκρίζου καιρού, πιθανόν και των τόσων βαριά οπλισμένων Βέλγων στρατιωτών.
Αρχίζω να κατηφορίζω την βελγική λεωφόρο. Στο αμέσως επόμενο τετράγωνο, ακριβώς δίπλα από το κτίριο της Ευρωπαϊκής επιτροπής παρατηρώ μια σειρά σαράντα ασπρόμαυρων φωτογραφιών, κολλημένων πάνω σε σιδερένιο φράχτη, στο πεζοδρόμιο. Απεικονίζουν σαράντα πρόσωπα προσφύγων αντρών, γυναικών αλλά και παιδιών που ζουν σε έναν καταυλισμό στην νοτιοδυτική Αλγερία, στην καρδιά της ερήμου Σαχάρα. Ο καταυλισμός αυτός έχει ιδρυθεί εδώ και σαράντα χρόνια. Υπάρχουν μάλιστα παιδιά που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, ενηλικιώθηκαν, παντρεύτηκαν, γέννησαν τα δικά τους παιδιά και συνεχίζουν να ζουν μέσα σε αυτόν τον καταυλισμό, στο κέντρο της ερήμου Σαχάρα. Τίτλος αυτής της έκθεσης είναι «40 Πρόσωπα, 40 Χρόνια. Mια ολόκληρη ζωή στην εξορία».
Αυτόματα στον νου μου ‘ρχεται ο τίτλος του παραμυθιού από τις χίλιες και μια νύχτες, «Ο Αλή Μπαμπάς και οι 40 κλέφτες». Συνειρμικά προσπαθώ να κατανοήσω τις αντιστοιχίες. Ποιος να είναι στην πραγματικότητα στις μέρες μας ο Αλή Μπαμπάς και ποιοι να είναι άραγε οι 40 κλέφτες; Θα μπορούσε ο Αλή Μπαμπάς να είναι Βέλγος; Ή οι σαράντα κλέφτες να είναι Γερμανοί, Αυστριακοί, Ολλανδοί, Φιλανδοί, Βέλγοι, Λοξεμβουργιανοί, Ελβετοί; Ή μήπως όλα αυτά είναι «παραμύθια της χαλιμάς»; Η μήπως, ίσως απλά τα παραμύθια να γράφτηκαν μονάχα για τα παιδιά, όπως και αυτά στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που γεννήθηκαν και πιθανότατα θα πεθάνουν μέσα σε αυτόν τον καταυλισμό-φυλακή στο κέντρο της ερήμου Σαχάρα;
Θεωρώ ότι τα παραμύθια γράφτηκαν και συνεχίζουν να υπάρχουν γιατί περιέχουν αλήθειες. Και στις δύσκολες μέρες που περνάμε οι αλήθειες όταν λέγονται, εκστομίζονται από στόματα Αλή Μπαμπάδων και έχουν σαράντα πρόσωπα, και σαράντα διαφορετικές αναγνώσεις όσοι και οι σαράντα κλέφτες που εδράζονται στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια που με τις αποφάσεις τους μαζεύουν τον πλούτο των φτωχών, στην σπηλιά τους. Και πλέον το «Σουσάμι άνοιξε ή κλείσε», έχει μεταλλαχτεί σε «Σύνορα άνοιξε ή κλείσε» η καλύτερα σε «Σύνορα κλείσε».
Αυτές και τόσες άλλες σκέψεις περνούν από τον νου μου. Το κρύο συνεχίζει να είναι τσουχτερό. Το βουητό των ακριβών αυτοκινήτων με ζαλίζει ακόμη περισσότερο. Η φωνή της κόρης μου Λητώς με επαναφέρει στην πραγματικότητα της οδού Rue de la loi. Στέκεται απέναντι μου ανάμεσα σε δυο φωτογραφίες – πορτραίτα παιδιών από τον καταυλισμό. Τραβώ την φωτογραφία και παρατηρώ τα μάτια της και τα μάτια των δυο προσφυγόπουλων. Μοιάζουν τόσο πολύ γιατί είναι γεμάτα από αγάπη και πόνο, γεμάτα από ανθρωπιά. Μένω με αυτήν την εικόνα στο νου μου που τσουλά κατευθείαν στην καρδιά μου και από εκεί στην ψυχούλα μου. Νιώθω, είμαι σίγουρος πια πως η αλήθεια είναι μονάχα μία και έχει ένα πρόσωπο. Έχει το πρόσωπο του ανθρώπου με τα μάτια γεμάτα αγάπη αλλά και πόνο.
Βουρκωμένος κατηφορίζω την λεωφόρο. Για κάποιο περίεργο λόγο δεν κρυώνω πια. Το γκρι της πόλης φωτίστηκε μέσα μου από την φλόγα αυτών των έξι ματιών. Παίρνω δύναμη και συνεχίζω να περπατώ… την λεωφόρο.