Για πάντα παιδιά
Να γίνουνε πάλι παιδιά. Να αφεθούν για λίγο, να σταµατήσουν το χρόνο και να νιώσουν όπως παλιά, ελεύθεροι, ανάλαφροι. Μόνο έτσι.
Περπάταγαν στην πόλη που είχε ήδη αρχίζει να µυρίζει άνοιξη, οι πόροι της τράβαγαν τον ήλιο σαν διψασµένοι κι εκείνη του κρατούσε το χέρι. Το ένιωθε κρύο, σαν να περνούσε κάτω από σκιές αυτός, σε άλλο δρόµο.
Λίγα βήµατα πιο πέρα κοντοστάθηκε, τον τράβηξε δίχως να προλάβει να την ρωτήσει που πάνε, θα χανόταν η µαγεία διαφορετικά και σταµάτησαν µπροστά στην πλατεία.
Χρώµατα και περιστέρια και καροτσάκια και ο ήχος του συντριβανιού ολόγυρα.
Τον άφησε να την κοιτάζει κι ανέβηκε στην τραµπάλα. Την ακολούθησε, θέλουν δύο αυτά τα πράγµατα.
Κι ύστερα στις κούνιες, και στην τσουλήθρα, και στο µονόζυγο.
Την τράβαγε, κι αυτή µε κοµµένη την ανάσα έβλεπε το χαµόγελό του να σκίζει τις φυλλωσιές σα σαΐτα και χαµογέλασε.
Γιατί ήταν ακόµα παιδιά.