«Γκιακ» – Η άνθηση της μικρής φόρμας
Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα βιβλία μιας χρονιάς καθοριστικής, νομίζω, για την εγχώρια λογοτεχνία: νέοι συγγραφείς, η μικρή φόρμα να γνωρίζει άνθηση και ο αναγνώστης συνεχώς να ερεθίζεται από προτάσεις, να ψάχνει και να ανοίγει σελίδες. Όλοι κερδίζουν από αυτό: συγγραφείς και αναγνώστες μαθαίνουμε εκ νέου τη λογοτεχνία μας.
Ο Παπαμάρκος βρίσκεται στην προμετωπίδα αυτής της άνθησης με το βιβλίο του. Με έναν λόγο ντόπιο, τραχύ και αυθεντικό, με ψήγματα Αρβανίτικων, διηγείται ιστορίες Αρβανιτών που πολέμησαν στο Μικρασιάτικο πόλεμο, στη Σμύρνη. Αφηγούνται σε κάποιον ακροατή: κάποιος θα είναι συνταξιδιώτης, άλλος συγγενής, άλλος ένας γνωστός σε μια κηδεία – οι ιστορίες μπλέκουν το πριν και το μετά τον πόλεμο. Στο ενδιάμεσο, οι ήρωες του Παπαμάρκου είναι που θα υποστούν την αλλαγή. Άλλοι θυμούνται το αίμα, άλλοι το οσμίζονται και φρενιτιούν και άλλοι παίρνουν εκδίκηση για το αίμα των χαμένων προσώπων τους.
Γκιακ είναι το συγγενικό αίμα και ο φόνος ως εκδίκηση για το αίμα που χάθηκε. Η τροχιά της αφήγησης δεν απομακρύνεται ποτέ από αυτό το θεματικό πυρήνα. Μα τελικά είναι μέσα από αυτή την επανάληψη αναδύεται ένας επίμονος σκοπός που κάνει την ανάγνωση να θυμίζει τα μοιρολόγια εκείνου του τόπου. Η ντοπιολαλιά που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ίσως στην αρχή ξενίσει τον αναγνώστη, αλλά τελικά αποδεικνύεται ευκολοδιάβαστη. Ο αναγνώστης θα βρει πολλές ιστορίες στις οποίες έρχεται κάτι το αναπάντεχο, δίνοντας μια τροπή γλυκιά και γοητευτική μέσα στη βαριά θεματολογία. Ο Παπαμάρκου με προσοχή και δεξιότητα δίνει μια αφήγηση που έχει συνοχή και οικονομία στο λόγο.
Αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο. Ακόμα και από τον αναγνώστη που δεν θέλει να ξεφεύγει και να πειραματίζεται με τα αναγνώσματά του. Μιλάει για ανθρώπινα πράματα, που δεν πρέπει να ξεχνάμε. Αυτά τα πράγματα ηχούν διαφορετικά στο μυαλό μας όταν μας επισκέπτονται μέσα από σελίδες, εκεί που είμαστε αναπαυτικά καθισμένοι.