«Είμαστε ακόμα εδώ»
Μετά «το τραγούδι του κούκου», το πρώτο του μυθιστόρημα το 2011, ο Δημήτρης Γιατρέλλης επιστρέφει με το «Είμαστε ακόμα εδώ». Μια φράση με συγκινησιακή φόρτιση που προϊδεάζει κάθε αναγνώστη με την αίσθηση ότι η ιστορία που θα διαβάσει χαρακτηρίζεται αν μη τι άλλο από επιμονή. Και η επιμονή έχει αδιαμφισβήτητα θεσμοθετηθεί ως μία από τις επιθυμητές αρετές. Οι ήρωες του Γιατρέλλη είναι ακόμα εδώ και επιμένουν στην επιβίωσή τους μα πρώτιστα στην πραγμάτωση των ονείρων τους.
Τρεις άνθρωποι συνθέτουν το παζλ της καθημερινότητας έτσι όπως «φωτογραφίζεται» από την πένα του Γιατρέλλη. Ένας ιδιωτικός υπάλληλος που φωτογραφίζει όλους τους ασφυκτικά πιεσμένους εργαζόμενους. Δεν ενδιαφέρεται για καριέρα μα για ηρεμία και υγιείς συνθήκες εργασίας. Μα τι κοινότυπο. Τόσο η ασφυκτική πίεση του εργασιακού του χώρου όσο και το «απάνθρωπο» τρόπον τινά προφίλ του διευθυντή του δυσχεραίνει αυτό που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Η μάχη λοιπόν του πρώτου ήρωα δίδεται στο πεδίο της διεκδίκησης της χαράς που οφείλει να βιώνεται κατά τη διάρκεια της εργασίας. Δίπλα σε αυτόν τον άντρα, έρχεται μια γυναίκα, ιδιοκτήτρια ενός μικρού μαγαζιού στο κέντρο του κλεινού άστεος. Μια γυναίκα που έχει πια αποφασίσει αμετάκλητα να διεκδικήσει το δικό της δικαίωμα σε ένα καλύτερο αύριο, μέσα από όσες επαναστάσεις ενάντια στο κατεστημένο κριθούν απαραίτητες. Και από την απέναντι όχθη του ποταμού έρχεται ο συνομήλικός τους φέρελπις νέος, το πολλά υποσχόμενο στέλεχος της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας.
Οι τρεις αυτοί κοινοί θνητοί κολυμπούν στην άλλοτε τρικυμισμένη και άλλοτε ήρεμη θάλασσα της καθημερινότητάς τους. Δεν πνίγονται, δε ναυαγούν. Είναι ακόμα εδώ χωρίς άλλη συνταγή ή μυστικό επιτυχίας παρά την επιμονή τους να μείνουν πιστοί στα όνειρά τους. Μέσα από τις συγκρούσεις των ονείρων τους ο Γιατρέλλης αποκαλύπτει κάτι που πολλές φορές έχει παρεξηγηθεί. Οι διαφορές στα όνειρα και οι αντίπερα όχθες δε σηματοδοτούν τίποτα άλλο παρά τη σπουδαιότητα της διαφοροποίησης και της υποστήριξης της διαφορετικότητάς σου. Αρκεί να μην ξεχνούμε επιμελώς ή αμελώς τη σπουδαιότητα του σεβασμού μας απέναντι στην διαφορετικότητα του συνοιδοιπόρου μας. Είναι η δική του επιμονή και πίστη στο όνειρό του που θα ενισχύσει τη δική μας πίστη στο δικό μας όνειρο.