Η πηγή της ζωής
Διψούσε, διψούσε, δεν ήξερε τι ήταν αυτό που ήθελε αλλά διψούσε. Περπάταγε μέσα στον ήλιο, με τις σταγόνες του ιδρώτα να λαμπυρίζουν στο πρόσωπό της σαν σβησμένα αστέρια και προσπαθούσε να βρει μια γωνιά να ηρεμήσει και να ξεδιψάσει.
Είχε φύγει από το σπίτι την προηγούμενη μέρα, βράδυ, τρέχοντας, με νεύρα και δάκρυα και μέχρι πριν λίγο δεν ήθελε να ξαναγυρίσει, αλλά τώρα διψούσε και ήθελε να μάθει τι είναι αυτό που ζητάει και να γυρίσει σπίτι ξεδιψασμένη και ήρεμη.
Τη βρύση τη βρήκε τυχαία, σε μια πόλη που νόμιζε πως ήξερε. Λαίμαργα άνοιξε το στόμα της να ξεδιψάσει. Δεν είχε πιει πιο δροσερό νερό σε όλη της τη ζωή. Στο δρόμο για το σπίτι σα να της είχε φύγει το βάρος της προηγούμενης βραδιάς.