Play it again Sam…
Θέλησα να γράψω για κάτι από τα παλιά, για κάτι φθινοπωρινό, για κάτι αγαπημένο. Για να ξαναθυμηθούμε, ακόμη κι αν δεν ξαναδούμε. Γιατί ο Σεπτέμβρης δεν είναι να μας βρίσκει σινεφίλ κάπου στο Μώλο Αγίου Νικολάου, να αναπολούμε όσα δεν είδαμε, και να αδημονούμε για αυτά που θα δούμε, αλλά κάπου στο Lido να ζούμε τις ταινίες. Play it again Sam…
Βασισμένη στο βιβλίο του Τόμας Μαν η ταινία Θάνατος στη Βενετία αποτελεί ένα ταξίδι στα βαθιά μυστήρια της ζωής και του θανάτου. Μέσα στο ομιχλώδες τοπίο μιας μυθικής πόλης, στα στενά υγρά δρομάκια και στα μελαγχολικά κανάλια ο δημιουργός καταφέρνει να απεικονίσει τις δυο αντιφατικές όψεις της ζωής και να σκιαγραφήσει έναν κόσμο που παραπαίει μη γνωρίζοντας την καταστροφή του.
Πρωταγωνιστής της ταινίας ο αρχιμουσικός Άσσενμπαχ ο οποίος κουρασμένος ψυχικά από γεγονότα της επαγγελματικής και προσωπικής του ζωής αλλά και σωματικά άρρωστος φτάνει στη Βενετία. Λάτρης της κλασικής μουσικής και του αισθητισμού παρακολουθεί με σκεπτικισμό αλλά και ειρωνεία την καθημερινότητα και τις συνήθειες ενός ολόκληρου κόσμου που βιώνει μια ζωή καταδυναστευμένη από την ανία, το ψεύδος και τις συμβάσεις. Μέσα από φλας μπακ που ενσωματώνονται απόλυτα στην αφήγηση γνωρίζουμε το παρελθόν, τις αγωνίες και τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς του. Αγνοώντας την αρρώστιά του αλλά βιώνοντας την προσωπική του κατάρρευση γοητεύεται και τελικά ερωτεύεται τον νεαρό, απολλώνιου κάλλους Τάτζιο, ο οποίος γίνεται γι’ αυτόν το μοναδικό κίνητρο ζωής. Έτσι οι φιλοσοφικές του αναζητήσεις συμπορεύονται με τις περιπλανήσεις στην πόλη στα ίχνη του νεαρού, που ναρκισσιστικά αποδέχεται έμμεσα το θαυμασμό του Άσσενμπαχ. Όταν ο ήρωας μαθαίνει πως η πόλη «νοσεί» από επιδημική ασθένεια, η οποία δεν γνωστοποιείται λόγω οικονομικών συμφερόντων, οι προσπάθειες του επικεντρώνονται στη σωτηρία του νεαρού που γι’ αυτόν αποτελεί την προσωποποίηση της ζωτικότητας και της ομορφιάς. Ο μοναχικός θάνατος του ήρωα στην ακτή δίπλα στη θάλασσα, όπου δυο παιδιά παλεύουν αποτελεί το απόλυτο σύμβολο του αέναου κύκλου της ζωής, μέσα από την πανταχού παρουσία του υγρού στοιχείου.
Ουσιαστικά η ταινία δεν αποτελεί παρά μια τοιχογραφία ενός κόσμου που χάνεται. Η πραγματική αλλά και συμβολική καταστροφή της πόλης από τη χολέρα και η σταδιακή παρακμή της αριστοκρατικής τάξης συμπορεύονται με τη κατάρρευση και την πορεία προς τον Άδη του πρωταγωνιστή. Οι αργοί ρυθμοί της ταινίας, η στατικότητα των πλάνων, η πληθώρα των σιωπών και των παύσεων δε συντελούν παρά στη δημιουργία μιας παγερής ατμόσφαιρας θανάτου.
Επιπλέον η εξοικείωση με το θάνατο, η μοναξιά του καλλιτέχνη μέσα στην κοινωνία και η αντιμετώπιση της ζωής και της τέχνης από τον διανοούμενο είναι τα κεντρικά θέματα της ταινίας. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητη η αναφορά στη μουσική του Γκυστάβ Μάλερ, η οποία δεν υπογραμμίζει απλώς συναισθήματα και καταστάσεις αλλά ενώνεται αξεδιάλυτα με την εικόνα, τη φωτογραφία και την υποκριτική δημιουργώντας το ιδιαίτερα γοητευτικό σύμπαν της ταινίας. Άλλοτε θλιβερή και μουντή, άλλοτε διθυραμβική η μουσική γίνεται η ίδια λόγος της ταινίας.
Ο Λουκινο Βισκόντι, δημιουργός τόσο πολυπρισματικός όσο και αιρετικός, καταφέρνει στο έργο του να ενώσει το λυρισμό με το ρεαλισμό, το μπαρόκ με το ρομαντισμό και να δείξει τη τραγικότητα αλλά και το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Με στοχαστική διάθεση σκιαγραφεί την πέρα από τα όρια αναζήτηση της απόλυτης Ιδέας της Oμορφιάς και του Eρωτα που οδηγεί μεν στο θάνατο, αλλά καταξιώνει ταυτόχρονα τον άνθρωπο. Στο τέλος της ταινίας ο πρωταγωνιστής, αν και πεθαίνει, ανακαλύπτει όλα όσα εναγωνίως έψαχνε: την ουσία των αισθημάτων στην απόλυτή τους μορφή. Σίγουρα είναι Μια Κάποια Λύσις.