Κάθε απόγευμα
Συναντιόντουσαν κάθε απόγευµα στο πάρκο, λίγο πριν πέσει ο ήλιος, ανάµεσα σε δέντρα ξερά και χόρτα ψηλά που σου έκοβαν το δρόµο.
Εκείνος µεσήλικας µε µουστάκι ξεσταχιασµένο και µια τόλµη στη φώνη, εκείνη πιτσιρίκα για την ηλικία του.
Της είχε µιλήσει από µακριά, την είδε που πλησίαζε και της φώναξε, έτσι όπως πλησιάζεις, τι µου θύµισες τώρα, ίδια µε µια κοπέλα που γνώρισα νέος στη Σκιάθο είσαι.
Εκείνη κάθισε πλάι του, πώς την λέγανε την κοπέλα, ρώτησε.
Κερασία, της απάντησε, κοπέλα όµορφη κι ατίθαση, ίδια φτιασιά έχετε, τι µου θύµισες.
Κάθε απόγευµα συναντιόντουσαν στο πάρκο.
Αυτός παντρεµένος, αυτή περίεργη, η Κερασία παντρεµένη κι αυτή µε παιδιά τώρα πια, έτσι είχε µάθει.
Κι όµως, τι όµορφες ιστορίες που είχε να της διηγηθεί για το παρελθόν και το µέλλον που γίνεται παρόν προτού καλά καλά το καταλάβεις.