Κυνηγώντας σύννεφα
Είχε από το πρωί που στοίβαζε τουβλάκια. Ξύπνιος από τις 6, βγήκε από τα σκεπάσματα χωρίς να τον καταλάβει ο μπέμπης στην κούνια και πατώντας στις μύτες των ποδιών έφτασε στην αυλή. Από όταν έκλεισε τα εφτά ένιωθε πια μεγάλος και τα παιχνίδια του όλα τα είχε στοιβάξει σε κούτες.
Σήμερα όμως ξύπνησε αναστατωμένος, το όνειρο που είδε τον έβαλε να ξεσηκωθεί και να θυμηθεί τα παλιά του παιχνίδια. Για πάνω από μια ώρα έχτιζε, έχτιζε, έσυρε το μεγάλο σκαμπό της κουζίνας και ανέβηκε πάνω και συνέχισε να χτίζει όρθιος. Η μαμά σηκώθηκε λίγο αργότερα και με την κούπα καφέ στο χέρι προσπαθούσε να καταλάβει πώς όλα αυτά τα τουβλάκια έφταναν τόσο ψηλά.
«Ονειρεύτηκα ότι ακούμπησα τα σύννεφα», φώναξε ο μικρός ευτυχισμένος.