Μήλο απ την αρχή
Καμιά φορά ο κόσμος του έμοιαζε με μήλο. Ένα μήλο που είχε στο ψυγείο του και μετά το μεσημεριανό ύπνο έτρεχε για να το φάει και να γλυκαθεί, γιατί τρελαινόταν από μικρός για μήλα. Κίτρινα κυρίως. Τα έτρωγε μέχρι το κουκούτσι και πάλι δεν του έφταναν. Και μπορούσε να τρώει μήλα για μέρες.
Έτσι ήταν ο κόσμος του καμιά φορά, ένα λαχταριστό μήλο που δεν χόρταινε. Και καμιά φορά ήταν ένα μήλο μαυρισμένο. Ένα μήλο που είχε μισοφάει, που είχε μισοαπολαύσει, και τώρα δεν έμενε παρα να το πετάξει. Και να μην ξαναφάει μήλα, γιατί είχε βαρεθεί να τρώει μήλα και ήθελε να γλυκαθεί με κάτι άλλο τώρα πια.
Το μεσημέρι της Κυριακής, ξυπνώντας ιδρωμένος από τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού ανακάλυψε ότι στο ψυγείο του πάλι μόνο μήλα είχαν μείνει και για μια στιγμή ξεφύσησε απογοητευμένος. Με μια στραβή ματιά πήρε το μάτι του το βάζο με μέλι που μόλις χθες του έστειλε η γιαγιά του από το χωριό. Ναι. Μήλο με μέλι. Μήλο με μέλι, σκέφτηκε και άρπαξε το μήλο απ’ το ψυγείο.