Μυρωδιά Χριστουγέννων
Όχι πάλι, έλεγε φουντωμένος χαζεύοντας τα λαμπάκια του γείτονα, όχι πάλι αυτή η γιορτή. Τα Χριστούγεννα του φαινόντουσαν γλυκερά μέσα στα ψεύτικα χαμόγελά τους και καταπιεστικά, που μόνο την τσέπη σου άδειαζαν. Κάθε Δεκέμβρη ο ίδιος έπινε κρύο καφέ και περπατούσε μουρτζούφλης, έτσι από πείσμα, και στα κάλαντα ποτέ δεν άνοιγε την πόρτα, όλοι το ήξεραν.
Ίσως όταν ήταν μικρός να είχε βρει το νόημα των Χριστουγέννων, ίσως πράξεις ανιδιοτελείς και σκέψεις που σου ζέσταιναν την καρδιά, μα τώρα πια το είχε χάσει, μαζί με όλους τους άλλους. Όχι πάλι, έλεγε και ξαναέλεγε, μέχρι που χτύπησε η πόρτα κι ακούστηκαν βήματα να τρέχουν.
Μια μυρωδιά του χτύπησε τη μύτη, και στο κατώφλι ένα δισκάκι με ρόφημα κανέλας και μελομακάρονα. Καλά Χριστούγεννα έγραφε το σημείωμα.
Έκλεισε την πόρτα πριν τον δουν να χαμογελάει.