Νάλα
Θυμάμαι τις τρεις, ναι, τρεις μετρημένες, πρώτες μέρες που έμεινε στο σπίτι. Ήταν τόσο ήσυχη. Το μόνο που έκανε ήταν να κοιμάται και να τρώει. Τίποτε άλλο. Δεν είχε όρεξη για παιχνίδι, αδιαφορούσε για την φωνή μου και την παρουσία μου, και μόνο με κοίταζε, όλο με κοίταζε.
Ήταν τόσο ήσυχη που σχεδόν τσαντίστηκα, και είπα, τι να την κάνω έτσι κοιμισμένη και υποτονική που είναι. Εγώ βλέπεις περίμενα να μου γεμίσει το σπίτι, κι αυτή ήταν σαν να μην υπήρχε. Αλλά τελικά το γέμισε.
Θυμάμαι και τις επόμενες μέρες, μετά από εκείνες τις τρεις. Όλο το χρόνο θυμάμαι. Μια συνεχής αγωνία για το αν περνάει καλά, για το αν παίζει αρκετά, αν τρώει αρκετά. Θυμάμαι και τις μέρες που αρρώστησε και είχε σφιχτεί το στομάχι μου από τη στεναχώρια. Αλλά πιο πολύ θυμάμαι να ανοίγω κάθε απόγευμα αργά αργά την πόρτα από φόβο, ξέροντας ότι θα αντικρίσω και πάλι το χάος, και κάθε απόγευμα έβαζα τα κλάματα. Δεν ήθελα να γυρίσω από τη δουλειά, και όμως έτρεχα για να προλάβω τα χειρότερα. Κάποιες φορές της φώναζα, κάποιες απλά την κοίταζα και προσπαθούσα να καταλάβω. Δεν έβγαινα συχνά γιατί δεν ήθελα να ξαναανοίξω την πόρτα με άγχος.
Θυμάμαι και τις στιγμές που έφερνε τον κόσμο σε αμηχανία, έξω στο δρόμο και μέσα στο σπίτι, δεν θέλουν όλοι ένα τόσο υπερκινητικό πλάσμα κοντά τους, και εγώ κοκκίνιζα. Και φυσικά, θυμάμαι τα φορέματα που πέρναγαν από μπροστά μου και δεν τα άγγιζα γιατί εγώ πια είχα άλλες προτεραιότητες, το φαί της και τα παιχνίδια της.
Πόσες φορές σκέφτηκα να τη δώσω. Πόσες φορές μετάνιωσα που είπα ότι δεν μου άρεσε η τόση ησυχία.
Ένας χρόνος πέρασε έτσι. Δύσκολος χρόνος, μη σου τύχει. Ένας χρόνος αφιερωμένος σε εκείνη. Ένα σπίτι άνω κάτω και ένα μυαλό σε σύγχυση.
Και θα το ξαναέκανα. Γιατί αυτός ο χρόνος δεν ήταν μόνο έτσι. Ήταν και βόλτες στη θάλασσα, τρέξιμο στο πάρκο, περπάτημα στην άδεια πόλη. Ταξίδια. Μοιρασμένοι ύπνοι. Διαδρομές. Φωτογραφίες. Αγκαλιές, χαμόγελα, παιχνίδια, και ένα σπίτι γεμάτο, τόσο γεμάτο.
Ένα σπίτι γεμάτο Νάλα, μια ζωή γεμάτη Νάλα. Και όχι, η Νάλα δεν είναι παιδί, ή μάλλον είναι. Ένα παιδί απαιτητικό, που θα είναι για πάντα παιδί, και όπως όλα τα παιδιά, θα σε θέλει για πάντα εκεί. Και κατά κάποιον τρόπο την έφερα εγώ στη ζωή, και για τίποτα στον κόσμο δεν θα την έδινα πίσω, όπως γίνεται με τα παιδιά άλλωστε.
Τώρα η Νάλα είναι δίπλα μου, κοιμάται αφού την έπιασα να κάνει μια ακόμα ζημιά. Ο καναπές μου πια είναι κομμάτια. Κι εγώ γελάω. Γιατί όταν κουνάει η Νάλα την ουρά της κάθε που μπαίνω στο σπίτι, όταν μου γλύφει τα δάκρυα, όταν μου δίνει το χέρι, όταν της μιλάω κι όταν την βλέπω να κοιμάται, ξέρω ότι είναι το δικό μου παιδί, και κάθε θυσία για χάρη της αξίζει το κάθε γαβ.