Ο κόσμος της αστραπής ή των κεριών;
«Λώρα σβήσε τα κεριά σου. Ο κόσμος σήμερα φωτίζεται μόνο με αστραπές» φώναξε o Τόμ και έφυγε αφήνοντας πίσω του εκείνο το παρελθόν που τον στοίχειωνε, τη φοβισμένη αδελφή του, την εμμονική με το παρελθόν μητέρα του και την απουσία ενός πατέρα που τον ανάγκασε να πάρει τη θέση του. Ο γυάλινος κόσμος του Τένεσι Ουίλιαμς, με τους ευαίσθητους και συνάμα ανατρεπτικούς ήρωές του, είναι πιο επίκαιρος από ποτέ και οι χαρακτήρες παρόντες σε μια σύγχρονη πραγματικότητα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πιο εύθραυστη από αυτόν. Γιατί στη σημερινή κοινωνία των «λύκων» και των αετονύχηδων, του κέρδους και της κρίσης αξιών, υπάρχει κάποια Λώρα που προτιμά να παίξει με τα γυάλινα ζωάκια της από το να αντικρίσει τη σκληρή πραγματικότητα, μία Αμάντα που κρέμεται από το παρελθόν, ένας Τομ που καταπιέζει τα όνειρά του και κάποιος Τζιμ που έρχεται να διαλύσει τις αυταπάτες.
Ο σημερινός κόσμος «τρέχει, δεν περιμένει», είναι φτιαγμένος για τους σκληρούς και τους ευπροσάρμοστους, όχι για τους ευαίσθητους και τους επαναστάτες. Κάθε δυνατή φωνή πνίγεται ή καταπιέζεται σε ένα σώμα που αδυνατεί να την υπηρετήσει και το παρελθόν γίνεται για κάποιους το μόνο καταφύγιο στην αντιμετώπιση της αποκρουστικής πραγματικότητας. Και εδώ γεννάται το ερώτημα: η λύση βρίσκεται στη φυγή η στην ανατροπή;
Ο Τομ έφυγε να κυνηγήσει τις αστραπές του, να λυτρωθεί από την καταπίεση και την ευθύνη του «πατέρα», από τις επιταγές ενός συστήματος που τον έκανε να ασφυκτιά και ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον που τον έκανε μοιρολάτρη. Λυτρώθηκε όμως με τη φυγή του; Έσβησε τα κεριά του παρελθόντος; Η Λώρα μπόρεσε πλάθοντας τον δικό της κόσμο μέσω της φαντασίας, να απομακρυνθεί από έναν κόσμο που την πληγώνει ή παγιδεύτηκε σε μια πλάνη, αρνούμενη να παλέψει με τον εαυτό της και τους φόβους της; Και η Αμάντα κατάφερε έχοντας το παρελθόν ως καταφύγιο να βρει την πολυπόθητη ευτυχία και ολοκλήρωση;
Μέσα στην κοινωνία υπάρχουν δεκάδες τέτοια πρόσωπα, πρόσωπα απογοητευμένα, αρνούμενα να αντισταθούν και έτοιμα να παραδοθούν στη φαντασία ή στη φυγή, προκειμένου να βρουν σωτηρία. Είναι αυτή η παθητικοποίηση και η αδράνεια η λύση; Θα αντιμετωπιστεί με αυτόν τον τρόπο η σκληρότητα και η αδιαφορία ενός κόσμου που επιμένει να βάζει ταμπέλες, να προτάσσει πρότυπα και να βρίσκεται πολλές φορές άτεγκτος απέναντι σε κοινωνικά προβλήματα ή θα δημιουργηθεί μια κοινωνία δυο ταχυτήτων που θα χαρακτηρίζεται από απογοήτευση και διχασμό;
Εδώ έρχεται ο Τζιμ να διώξει τις φρούδες ελπίδες, να πάρει τη ζωή στα χέρια του, να αποτινάξει το παρελθόν να ανατρέψει και να προκαλέσει το φόβο της αλλαγής ίσως το μεγαλύτερο για τους ήρωες μας. Είδε τον κόσμο με τα δικά του μάτια, δεν τον αντίκρισε με λιγοψυχιά και θλίψη, βρήκε τον τρόπο να αντισταθεί μέσω της παραμονής και όχι της φυγής.
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν, αξίζει να ζούμε σε ένα κόσμο που φωτίζεται από αστραπές και στην εφήμερη λάμψη τους όλα να φαντάζουν αμελητέα ή από ένα κερί που δεν έχει τη δύναμη να φωτίσει τον κόσμο; Αν όμως γίνουν πολλά τα κεριά; Αν βγούμε από το καβούκι που μας κρατά δέσμιους των φόβων μας και διεκδικήσουμε έναν κόσμο, όχι γυάλινο άλλα ανθρώπινο, όπου θα μπορεί να ακουστεί κάθε φωνή; Μήπως αυτό είναι το φως;