Ο Πετρoϊσορροπιστής
Του άρεσε να κατεβαίνει στην παραλία κάθε µέρα. Θα’ταν κοντά στο 1,80. Είχε παχιά γένια, χέρια µε χοντρά δάκτυλα και καρπούς. Το βλέµµα του ήταν ήρεµο, σχεδόν γαλήνιο. Τα µαλλιά του καστανά, γεµάτα µπούκλες. Περνούσε πολλές ώρες στην παραλία. Mια παραλία γεµάτη πέτρες, κοντά στην πόλη που βρέχεται από τον Ειρηνικό ωκεανό. Το Βανκούβερ είναι µια ιδαίτερη πόλη του ∆υτικού Καναδά. Σε αυτήν λοιπόν την πόλη, στην παραλία µε τις πέτρες εξασκούσε το χόµπυ του, τον τρόπο αυτοσυγκέντρωσής του θα έλεγα. Ισορροπούσε πέτρες. Η τέχνη του και η τεχνική του ήταν τέτοια, που νόµιζες ότι µε κάποιο τρόπο τις κόλλαγε, τις συγκολλούσε χρησιµοποιώντας µια ειδική κόλλα.
Όχι, η τεχνική του ήταν απλή και γι αυτό απαιτούσε χρόνο, υποµονή και εσωτερική ηρεµία. Γινόταν ένα µε την κάθε πέτρα που κατάφερνε να ισοορροπήσει, ακουµπώντας την στην πιό λεπτή της κορυφή και βέβαια χωρίς κόλλα. Κάποιες ισορροπίες τού φάνταζαν σαν οι πέτρες να µην υπάκουαν καν στο νόµο της βαρύτητας. Είχα την αίσθηση ότι αντί να πέσουν προς τα κάτω, αντίθετα σαν φλόγες άυλες ανύψωναν το βάρος τους προς τον ουρανό. Αυτές οι πέτρες-γλυπτά µου δηµιουργούσαν µιά βαθιά αίσθηση πνευµατικότητας. Έµοιαζαν σαν να προσεύχονταν. Σαν να’ταν προσκυνητές, οι οποίοι µετά από ώρες ακινησίας αποφάσισαν να σηκωθούν και να παραµείνουν όρθιοι µέχρι να επιτελέσουν το τάµα τους
Το όνοµά του δεν το ρώτησα. Τον ονόµασα «Ο Πετροισορροπιστής». Τον επισκεπτόµουν στο «ατελιέ» του επί µία εβδοµάδα. Και ήταν σαν να παρακολουθούσα έναν σαµάνο, έναν πνευµατικό οδηγό. Πήγαινα στην παραλία διαφορετικές ώρες της ηµέρας. Αυτός κάθε µέρα εκεί, να ισορροπεί τις πέτρες, διαφόρων µεγεθών. Ο κόσµος, οι τουρίστες, φωτογράφιζαν τα έργα του. Χαιρόταν. Όχι, δεν χαιρόταν το εγώ του. Χαιρόταν µε το δηµιουργικό-πνευµατικό αποτέλεσµα που επιτελείτο µέσα στην φύση, όπου χρησιµοποιώντας απλές πέτρες, δηµιουργούσε γλυπτά. Γέµιζε µε ηρεµία όταν, µετά από τον δηµιουργικό του κόπο, κατάφερνε να δώσει στην πέτρα µιά άλλη προοπτική, µιά εναλλακτική στον τρόπο ύπαρξής της. Και το περίεργο είναι πως γέµιζα κι εγώ από ανάλογη ηρεµία. Σαν να γινόµουν µέλος αυτού του πέτρινου πλήθους των ανθρωπόµορφων γλυπτών του.
Είναι αργά το απόγευµα, το τελευταίο απόγευµα που τον συναντώ. Ο ήλιος δύει. Τα χρώµατά του κόκκινα και µενεξεδιά. Ο ισορροπιστής έχει ολοκληρώσει τις πετροϊσορροπίες του. Κάθεται σε στάση λωτού ανάµεσα στις πέτρες, που σαν γλυπτά οµορφαίνουν για ακόµη µια φορά, όχι µόνον την παραλία αλλά και την ψυχή µου. Έχω την αίσθηση ότι δεν είµαστε µονάχα οι δυό µας, αλλά ότι προστατευόµαστε από ένα πλήθος ζωντανών, έµβιων πετρών. Ένα είδος συµµάχων που ήρθαν έτσι ξαφνικά στην ζωή µου και µου ’δώσαν µιά νέα προοπτική σκέψης και αίσθησης, ένα νέο, εναλλακτικό τρόπο να βλέπω και να οραµατίζοµαι τον κόσµο. ∆εν αντέχω και πριν αποχωρήσω από την παραλία αποφασίζω να του µιλήσω. Έστω για µια και µοναδική φορά.
– Είναι πραγµατικό µυστήριο και ευλογία τα γλυπτά σας κύριε, του ψιθυρίζω, έχοντας πάει κοντά του. Αυτός γυρνά και µε περίσσεια αγάπη µε κοιτά βαθιά στα µάτια.
– Σκεφτείτε, µου απαντά, πώς θα άλλαζε ο κόσµος µας, αν µια µέρα όλες οι πέτρες καταλάβαιναν την δύναµή τους και αποφάσιζαν να σηκωθούν όρθιες, να ισορροπήσουν και να επιτελέσουν το τάµα τους. Πώς θά ‘ταν τότε; Πόσο πιό δίκαιος θα ήταν τότε ο κόσµος µας;
Παραµένω δίπλα του στην στάση λωτού και αποχαιρετούµε τον ήλιο που βουλιάζει στα νερά του Ειρηνικού. Οι πέτρες-γλυπτά συνεχίζουν να µας προστατεύουν µε την παρουσία τους. Σύντοµα η πληµµυρίδα θα τις εξαφανίσει. Αυτό όµως που δεν µπορεί µε τίποτα να διαγραφεί, είναι η ευχή του που βαθιά µέσα µου έχει χαραχτεί. Μέχρι όµως οι πέτρες να καταλάβουν την δύναµή τους, εγώ θα συνεχίσω να τις ισορροπώ, όπως εκείνος ο σαµάνος από το Βανκούβερ.