Πάντα ο Διάβολος
Ο Πόλοκ έκανε αισθητή τη λογοτεχνική παρουσία του µε το Knockemstiff, µια συλλογή ιστοριών η οποία αµέσως και δίχως παρέκκλιση παρουσίαζε το λογοτεχνικό του όραµα: οι µεσοδυτικές πολιτείες των Η.Π.Α., µουντές, κατοικηµένες από οικογένειες δυσλειτουργικές, µοναχικούς χαρακτήρες εµµονικούς µε το παράλογο σύστηµα αξιών τους, ανθρώπους της διπλανής πόρτας που κρύβουν φρικαλέα µυστικά.
Έτσι και σε τούτο το µυθιστόρηµα ο Πόλοκ µε τα ίδια εργαλεία δουλεύει. Όπου ο Γούιλαρντ Ράσελ, ο πατέρας του πρωταγωνιστή, αδυνατώντας να σώσει τη γυναίκα του από τη νόσο της, παραδίδεται σε έναν παράλογο, ανατριχιαστικό τελετουργικό, θυσιάζοντας πλάσµατα του δάσους έξω από το σπίτι τους. Και ο γιος πρέπει να είναι παρών, να συµµετέχει σε αυτή τη διεστραµµένη επίκληση των θείων. Αυτή είναι µόνο η εισαγωγή για ένα ταξίδι σε µια επικράτεια όπου δρουν νοσηρά µυαλά όπως ο έκφυλος ιεροκήρυκας µε τον παράλυτο αδερφό του, το σαδιστικό και λερό ζευγάρι που ταξιδεύει δολοφονώντας άτυχους ταξιδιώτες, ο κληρικός µε τις σεξουαλικές διαστροφές. Είναι ένας νοσηρός κόσµος µέσα στον οποίο προσπαθεί να µην αλλοτριωθεί ο ενήλικος πια πρωταγωνιστής, παλεύοντας µε το παρελθόν και τις βίαιες εκρήξεις του.
∆εν είναι βιβλίο που κατατάσσεται εύκολα σε κάποιο είδος. Σίγουρα δεν είναι αστυνοµική λογοτεχνία, όπως πολλοί µπορεί να παρερµηνεύσουν από την εκδοτική σειρά του «Μεταίχµιου». ∆εν ανήκει ούτε στην ευρύτερη κατηγορία των βιβλίων µυστηρίου. Η βία και τα πάθη που δηµιουργεί αυτό το πολλές φορές απρόβλεπτο όργανο, ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ξεδιπλώνονται µπροστά στον αναγνώστη, ο οποίος θα βρει τον εαυτό του στο πλευρό των διεστραµµένων, να ακούει τις σκέψεις τους, να γεύεται τη νοσηρότητά τους. Καµιά φορά νιώθει την αγωνία τους, καθώς καταδιώκονται ή κρύβονται από τον νόµο. Ο συγγραφέας δεν θέλει να συµπάσχουµε, αλλά µας τοποθετεί σε εκείνη την «άλλη» πλευρά, όπου κάποιοι άνθρωποι θρέφουν ένα παράλογο σκοτάδι µέσα τους.
Ενοχλητικό; Ναι, είναι. Απωθητικό, όµως, καταφέρνει να µην είναι. Και η διαστροφή των χαρακτήρων ποτέ δεν εξωραΐζεται ούτε αντιµετωπίζεται µε πόρωση από τον συγγραφέα. Γιατί ο Πόλοκ µεταδίδει τον κόσµο του και το όραµά του στον αναγνώστη. Η γλώσσα του έχει έναν σταθερό ρυθµό, δεν είναι σκληρή, αλλά ήρεµη. Την ίδια στιγµή βαθιά αφηγηµατική. Πρωτίστως ο Πόλοκ θέλει να µιλήσει για την Αµερικάνικη επαρχία, για τους κατοίκους που παραπαίουν µεταξύ βδελυρής µικροαστικότητας, χριστιανικού φανατισµού, βρωµιάς, στενοµυαλιά. Λίγοι είναι οι καλοί, και αυτοί είναι τσακισµένοι από τα χτυπήµατα της µοίρας. Τα όνειρά τους δεν φτάνουν µακριά, µένουν να σέρνονται ανάµεσα στα βενζινάδικα, τα ετοιµόρροπα παντοπωλεία και τα µουντά αστυνοµικά τµήµατα και τα λαγκάδια και τα δάση που ζώνουν το Οχάιο και τη Βιρτζίνια.