Παράθυρο στον κόσμο
Καµιά φορά την έβλεπες τσαντισµένη. Σκεφτότανε πολύ τα πράγµατα και κατέληγε να τα βάζει µε τον εαυτό της και µε τον κόσµο όλο. Θυµωµένη έσφιγγε τις γροθιές της και έλεγε «Σε ποιον ανήκει αυτός ο κόσµος επιτέλους;»
Αναλογιζότανε τη ζωή, τις αλήθειες της, τους πρωταγωνιστές και τους αφανείς ήρωες. Στ’ αλήθεια έπρεπε να τη δεις να τα βάζει µε όλους και στο τέλος αποκαµωµένη να σωριάζεται στην πολυκαιρισµένη πολυθρόνα της, λες και έδινε µάχη πρόσωπο µε πρόσωπο. Κι ύστερα σηκωνότανε. Κοίταζε έξω απ’ το παράθυρό της και δεν χόρταινε. Κοίταζε τα παιδιά που τρέχανε βάζοντας τα γέλια γιατί το ‘σκασαν απ’ το σχολείο. Το κορίτσι µε τα πορτοκαλί ακουστικά που κούναγε το κεφάλι χωρίς να δίνει σηµασία στη βροχή. Τον άντρα που άφηνε τη γραβάτα του να ανεµίζει πάνω στο ποδήλατο.
Κοίταζε µε παράθυρο τον κόσµο και παραδινόταν καµιά φορά. «Σ’ εµάς ανήκει τελικά, σ’ εµάς.».