Το κουτί που μύριζε καλοκαίρι
Και πέρασε το καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι όλο βουτιές, ουρανούς που χάραζαν και γλυκά µεθύσια. Όπως ακριβώς το ήθελε πέρασε το καλοκαίρι αυτό, µπήκε µε µια δύναµη ορµητική ξαφνικά µαζί µε τις πρώτες ζέστες στη ζωή της και κάθισε στο πλάι της για σχεδόν ένα µήνα. Και ό,τι άφησε πίσω του ήταν λίγη άµµος στην τσάντα, το σηµάδι απ’ το µαγιό και έναν αναστεναγμό να πλανάται σε όλο το γραφείο. Α, κι εκείνη την πέτρα σε σχήµα καρδιάς που της χάρισε κάποιος από τα βάθη του νησιού.
Καθώς µέρα µε τη µέρα µάζευε τη βαλίτσα, δίπλωνε και τις αναµνήσεις τις µαζί. Τα γέλια, τις κουβέντες, τα κύµατα. Τα έβαζε όλα σε ένα κουτάκι του µυαλού δικό της, εκεί που όλα τα πράγµατα ζουν για πάντα, και σαν χρειαζόταν, και έπιανε χειµώνας, και η βροχή γινόταν επίµονη, εκείνη θα άνοιγε λίγο λίγο το κουτάκι της και θα µύριζε καλοκαίρι ξαφνικά.