Τα δικά του Χριστούγεννα
Το δέντρο σχηµάτιζε λεπτές γραµµές κόβοντας την υγρασία στα δύο καθώς το έσερνε στο πεζοδρόµιο. Τα χέρια του µε το ζόρι τράβαγαν το τεράστιο δέντρο, και ένας θεός ήξερε πώς θα το χώραγε στο αµάξι. Ο πωλητής στην πλατεία έχωσε τα χαρτονοµίσµατα στην τσέπη και του φώναξε «καλές γιορτές να έχουµε», αλλά αυτός είχε κιόλας γυρίσει την πλάτη. Ήταν κουρασµένος φέτος. Κάθε χρόνο και πιο κουρασµένος. Κάθε χρόνο το δέντρο του φαινόταν και πιο βαρύ. Μόνο τα γέλια και οι αγκαλιές των παιδιών του το έκανα ελαφρύ το δέντρο, σαν άνοιγε την πόρτα και τον περίµεναν µε την κούτα γεµάτη στολίδια και φωτάκια. Τότε το δέντρο γινόταν πούπουλο στα χέρια του.
Advertisement
Εκείνο το βράδυ έκανε ανήσυχο ύπνο. Έβλεπε καραβάκια φωτισμένα να διασχίζουν μια μαύρη σαν βελούδο θάλασσα, πολλά καραβάκια το ένα πίσω από το άλλο και ύστερα να εξαφανίζονται με βία, λες και τα κατάπινε καταρράκτης. Ξύπνησε κακόκεφος, έφτιαξε καφέ και ακούμπησε το κεφάλι στα χέρια σκεφτικός. «Μα τι συμβαίνει;» τον ρώτησε η Λίλα, «μη μου πεις πως σκέφτεσαι πάλι το χωριό». Καμιά φορά η Λίλα δεν τον καταλάβαινε. Αυτός ήταν αλλιώς μαθημένος. Στο χωριό στόλιζαν καραβάκια, και τα δέντρα τα είχαν για οξυγόνο. Να αναπνέουν. Έτσι το είχαν εκεί. Από μικρός θυμάται να φέρνουν γύρους τα φωτάκια στα κατάρτια και τα πανιά, κι ύστερα να μαζεύονται όλοι γύρω από το τραπέζι για φαγητό και κουβέντες μέχρι το πρωί, ακόμα και τα παιδιά πήγαιναν για ύπνο μετά τα μεσάνυχτα εκείνες τις μέρες.
Αναστέναξε άθελά του πάνω απ’ τον καφέ και η Λίλα κούνησε το κεφάλι. «Εγώ θα πάω να στολίσω με τα μικρά, εσύ κάτσε εδώ και κοίτα τον τοίχο», του είπε τσαντισμένη. «Και μην ξεχάσεις μετά να πας το αμάξι για πλύσιμο». Και έφυγε. Αυτό ήταν. Θα στόλιζαν και αυτός θα πήγαινε το αμάξι για πλύσιμο. Και το βράδυ τραπέζι με τους Παπαδημητρίου, που ούτε καν τους συμπαθούσε. Έτσι ήταν πια οι γιορτές. Μια μέρα στο εμπορικό για δώρα, γιατί «έτσι καταλαβαίνουν τα παιδιά Χριστούγεννα», και ύστερα υποχρεώσεις και ψεύτικη σαμπάνια. Άφησε τον καφέ στο τραπεζάκι και έσφιξε τα χείλη για να μην βουρκώσει. Δεν ήξερε από που του είχε βγει όλη αυτή η ευαισθησία ξαφνικά. Ήξερε μόνο ότι κάποτε τα Χριστούγεννα ήταν πραγματική γιορτή και όχι μόνο ψώνια και τρεχάματα και ψεύτικα χαμόγελα. Ναι, κάποτε στόλιζαν καραβάκια και τα δέντρα τα είχαν για να αναπνέουν. Και οι μικροί, θα μάθαιναν ποτέ πως είναι τα πραγματικά Χριστούγεννα; Να λες τα κάλαντα για ένα νεράτζι και να μαθαίνεις να φτιάχνεις κουλουράκια στην κουζίνα; Να παίζεις χιονοπόλεμο και ύστερα να γυρνάς στο τζάκι και να ακούς τους μεγάλους να λένε ιστορίες; Να φτιάχνεις έλκηθρα και να παίρνεις δώρα από τον θείο σου ντυμένο Άγιο Βασίλη;
Σαν να μην ανέπνεε ξαφνικά. Στο νου του στριφογύριζαν βιτρίνες και γέλια και αδυνατισμένοι αγιοβασίληδες και κέρματα. Κάστανα στη φωτιά και πλαστικά παιχνίδια. Είχε χρόνια να νιώσει γιορτές, χρόνια μακριά απο το σπίτι, από τους γονείς του, κι η Λίλα είχε πατήσει πόδι, αποκλείεται να λείπω τέτοιες μέρες από την πόλη, του έλεγε κάθε φορά κι αυτός μάζευε στην πολυθρόνα του και τα βράδια ονειρευόταν καραβάκια. Και ο χρόνος έτρεχε και τα παιδιά μεγάλωναν και αυτός σαν να γερνούσε και φοβόταν πως πια μόνο κομμένα έλατα θα έβλεπε στο σαλόνι του από δω και πέρα. Σηκώθηκε με φόρα και ούτε που πρόσεξε τον καφέ που λέρωσε το τραπεζομάντηλο. Πετάχτηκε στο σαλόνι και ανακοίνωσε «Παιδιά, φέτος θα κάνουμε Χριστούγεννα στο χωριό!».
Advertisement
Advertisement