«Τα σακιά»
«Τι έχουν, μωρέ, τα δικά σας σακιά; Μια χρεωκοπία, έναν ξενιτεμένο, κατραπακιές της εφορίας, αποτυχία στον ΑΣΕΠ, μια κακιά πεθερά, έναν νευρασθενικό προϊστάμενο…, ένα παιδί που πετάει μολότοφ, ένα τζάκι που ντουμανιάζει το λιβινγκρούμ, οισοφαγική παλινδρόμηση, υψοφοβία, κερατιλίκια, ραγάδες στον πισινό. Για περάστε να ρίξετε μια ματιά στο δικό μου, να σας κοπεί ο βήχας.», δηλώνει με πόνο η Βιβή Χολέβα, μια μάνα καταδότης του κατά συρροή δολοφόνου και βιαστή γιου της, συντελώντας στην καταδίκη του σε ισόβια δεσμά.
Έχει γραφτεί ότι τα δέντρα κρίνονται από τους καρπούς τους. Δεν εξετάζει η Καρυστιάνη αν πρέπει ή όχι αυτό να ισχύει, ούτε διερευνά τις αιτίες που τυχόν οδηγούν σε ολέθρια αποτελέσματα και παντελή καταστροφή της ανθρώπινης ζωής.
Μόνο παρατηρεί. Παρατηρεί τη μητρική αγάπη που αφήνει την τελευταία της πνοή στη στιγμή της μαρτυρίας και της έντιμης απέναντι στο Νόμο στάσης. Παρατηρεί το μαρτύριο των ψυχών που αιμορραγούν κουβαλώντας τη γνώση των χωρίς επιστροφή λαθών τους και την πορεία τους στο δικό τους Σισσυφικό μαρτύριο με τα ψυχικά και ηθικά τους φορτία. Και καταδικάζει χωρίς λέξεις αλλά έμπρακτα τη «σαγήνη» της ιδιοτέλειας. Γιατί η Βιβή δεν δειλιάζει να βιώσει μέχρι τέλους τον πόνο και το κόστος του τίμιου αγώνα που τη φέρνει αντιμέτωπη με τις αλήθειες της. Είναι η μάνα της Δημοκρατίας, της Αλήθειας, της Εντιμότητας και του Κοινού καλού. Και μας θυμίζει ότι το κοστολόγιο που πληρώνουμε στο βαρκάρη στην όχθη του Αχέροντα για να μας περάσει απέναντι είναι τελικά πολύ βαρύτερο και μεγαλύτερο απ’ ό,τι και το απόλυτο σκοτάδι μπορεί να χωρέσει. Δυνατή γραφή, ουδέτερο ύφος χωρίς ακρότητες εκφραστικές, πυκνή και επαρκής πένα που μας μυεί σταδιακά στην αυτογνωσία μας…