Το Δέντρο του Ιούδα
∆ιαβάζοντας κανείς το βιβλίο του Μακρόπουλου, κλείνοντάς το, και καθώς µένει µε µια βαθιά ικανοποίηση πως έχει διαβάσει κάτι σπουδαίο µπορεί να σκεφτεί πως υπάρχει µια πεζογραφία που ανέρχεται στη χώρα µας. Ντόπια, µε δική της ταυτότητα. Μπορεί η Ελλάδα να µην βγάλει έναν Πόε, έναν Μοντιάνο ή έναν Στέφεν Κινγκ. Μα ο δικός µας πλούτος είναι άλλος και αυτό µας µαθαίνει αυτό το βιβλίο όπου το τοπίο συµπρωταγωνιστεί -µάλλον ο τόπος τόσο γεωγραφικά, όσο και αισθητικά: µε τις µυρωδιές, τις λαλιές, τις γραµµές, µα και τα κακοφωτισµένα καφενεία, και τους βαρύθυµους άλλοτε τρυφερούς χωρικούς- αυτά δεν αποδίδονται από καµία άλλη λογοτεχνία. Και ίσως δεν θα µιλήσουν αυτά τα πράµατα σε έναν ξένο όπως σε εµάς. Αυτό προσφέρει η ιστορία τούτη: την επιστροφή ενός ανθρώπου στις ρίζες του, στον τόπο του, υπό την σκιά της κρίσης της οικονοµικής και της οικογενειακής.
Ο λόγος του Μακρόπουλου είναι ντόπιος. Είναι βαθιά ελληνικός, αφηγηµατικός, µε ρυθµό παραµυθιού και δράµατος. Απλός και λογοτεχνικός την ίδια στιγµή. Και έχει την ικανότητα να αγγίξει µεγάλη µερίδα αναγνωστών, ακόµα και των περιστασιακών: ο τσαλακωµένος αστός που επιστρέφει στο χωριό του, γίνεται ένα µε τα βουνά, µε τις φωνές και τους απόηχους. Περιφέρεται στα χωριά των βουνών της Βορείου Ηπείρου, συναντάει γνωστούς και φίλους, και τις νύχτες ξυπνάει µέσα στο παλιό του δωµάτιο, µακριά από την πόλη και τις δύο απογοητευµένες κόρες του. Και ζει ένα δράµα, από αυτά που είναι γεµάτη η σκληρή επαρχία, αυτά που κουκουλώνονται καθηµερινά, και οι πόρτες κλείνουν πίσω τους. Η ιστορία γίνεται ένα αφήγηµα προδοσίας, και ίσως εντελώς επιφανειακά να αποκτά µια αστυνοµική χροιά – πράµα που προσωπικά δεν ένιωσα, µα έχω δει να γράφεται πολλάκις σχετικά. Γιατί πολύ περισσότερο το φονικό της ιστορίας είναι ένας βαρύς οιωνός, όπως τα απειλητικά ακουµπισµένα κυνηγετικά όπλα στο πλάι των αντρών, στα καφενεία που συχνάζει ο πρωταγωνιστής. Ένας οιωνός και ένα σχόλιο για ό,τι απαρτίζει και συνθέτει τον τόπο µας: που τον αγαπούµε και τον αποστρεφόµαστε την ίδια στιγµή.
Να διαβαστεί, γιατί βιώνει µια αναγέννηση η λογοτεχνία και ειδικά η µικρή φόρµα στην Ελλάδα. Κι αυτό το βιβλίο, νοµίζω, είναι στην προµετωπίδα αυτού του κύµατος. Θα µιλήσει σε πολλούς από εµάς.