Το φως του Θάμπετ
Τρέχει με δυσκολία πάνω στα χαλίκια.
Θυμάται.
Μικρός σαν ήταν έτρεχε πάνω σε χοντρές πέτρες.
Μπορούσε μάλιστα και να φρενάρει με τα γυμνά του πόδια.
Φρέναρε κι έκανε μια λακκούβα.
Δεν πόναγε.
Τώρα.
Τώρα τρέχει.
Τρέχει με σκισμένα παπούτσια πάνω στα βρεγμένα πετραδάκια.
Το κύμα τού βρέχει τα χωρίς κάλτσες πόδια του.
Θυμάται.
Θυμάται πως του άρεσε να τρέχει.
Να τρέχει γρήγορα.
Υπήρχαν μάλιστα φορές που είχε την αίσθηση ότι πέταγε.
Νόμιζε, ήταν μάλλον σίγουρος, ότι ίπτατο κάποια εκατοστά πάνω από τις χοντρές, καθαρές, σα γυαλισμένες με λούστρο, πέτρες της παραλίας.
Κοιτάζοντας προς τη θάλασσα ήταν έτοιμος να περπατήσει, να τρέξει επάνω στην επιφάνεια της.
Τώρα,
τρέχει για να ξεφύγει.
Τρέχει για να κρυφτεί.
Τα πόδια του είναι γεμάτα πληγές από τα τρύπια παπούτσια του.
Με δυσκολία ξεκολλά τα πόδια του από τις λακκουβίτσες που κάνουν πάνω στα χαλίκια.
Κοιτά τη θάλασσα.
Είναι κρύα.
Θυμάται,
μικρός τα καλοκαίρια, τη ζεστή θάλασσα της ανατολικής Μεσογείου.
Θυμάται
να ξαπλώνει το λιπόσαρκο, μα γυμνασμένο σωματάκι του πάνω στις χοντρές πέτρες.
Δεν πόναγε.
Ο ήλιος τον στέγνωνε.
Τον ζέσταινε.
Τον ζέσταινε εσωτερικά.
Έκλεινε τα μάτια του και ήταν σα να γύρναγαν όλα.
Ήταν σα να βρισκόταν στο κέντρο μιας δίνης
Ηταν το παιχνίδι του.
Έκλεινε τα μάτια και χανόταν στο εσωτερικό αυτό στροβίλισμα.
Είχε την αίσθηση μιάς διαφορετικής βαρύτητας.
Τώρα,
η ζαλάδα απ’ την κούραση, την αγωνία και το φόβο τον έχουν καταβάλει.
Ψάχνει.
Συνεχίζει να τρέχει.
Σκοντάφει.
Στρεκλίζει.
Στραμπουλά το δεξί του πόδι.
Πέφτει στιγμιαία με τα γόνατα στην άκρη του κύματος.
Σηκώνεται αμέσως.
Κοιτάζει πίσω του.
Τρέχει κουτσαίνοντας.
Ζούσε στη Λαττάκεια της Συρίας.
Τον κάλεσαν να πολεμήσει εναντίον των ανταρτών.
Ο Θάμπετ ήταν μόλις δεκαπένετε χρονών.
Καλοκαίρι του ’δωσαν το όπλο.
Εφτά μήνες μετά βρίσκεται χαμένος στα παράλια της Τουρκίας, κάπου απέναντι απ’ την Μυτιλήνη.
Τρέχει για να κρυφτεί.
Να κρυφτεί, μέχρι να περάσει απέναντι.
Θυμάται
μικρός να κολυμπά μέχρι τις βάρκες.
Ανέβαινε επάνω κι έκανε βουτιές.
Του άρεσε να λικνίζεται πάνω τους.
Έκλεινε τα μάτια και χανόταν στο εσωτερικό του στροβιλισμό.
Ήταν κάτι που τον ρούφαγε και παράλληλα τον απελευθέρωνε.
Έχανε τότε την αίσθηση του τόπου αλλά και του χρόνου.
Και ήταν οι στιγμές αυτές σα να πέθαινε αλλά και να ξεναγεννιόταν.
Ήταν σα να χανόταν στο πουθενά, αλλά παράλληλα και σα να ανακάλυπτε τον παράδεισο.
Τώρα,
βλέπει στα εβδομήντα μέτρα απ’ την ακτή ένα ξύλινο ψαροκάικο.
Βουτά στα κρύα νερά του Αιγαίου και κολυμπά ίσαμε εκεί..
Κρυώνει.
Σκεπάζεται με μιά πράσινη τσόχα που είναι απλωμένη πάνω στο στενό κατάστρωμα.
Μυρίζει ψαρίλα.
Έχει ξεχάσει να πεινά.
Διψά μονάχα.
Ξαπλώνει το λιπόσαρκο εφηβικό γυμνό του σώμα και γίνεται κουβάρι για να χωρέσει…
Δεν έχει πιά κρυάδες.
Αποφασίζει να αποκοιμηθεί.
Τα καταφέρνει.
Ονειρεύεται.
Μάλλον ονειρεύεται. Δεν είναι απόλυτα σίγουρος.
Γιατί είναι το όνειρο σαν πραγματικότητα.
Αλλά μια πραγματικότητα αλλιώτικη.
Βαρύτητα δεν υπάρχει.
Μια πραγματικότητα χωρίς πριν και χωρίς μετά.
Όλα είναι τώρα.
Ο Θάμπετ είναι σχεδόν δεκαέξι χρονών.
Τρέχει πάνω στα χαλίκια και πετά.
Ίπταται δέκα πόντους.
Γυρνά το λιπόσαρκο και μυώδικο εφηβικό κορμί του και αρχίζει να περπατά,
να τρέχει πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας.
Τρέχει μόνο με την εντολή του νου του.
Η θάλασσα είναι μία. Τρέχει από τη Λαττάκεια μέχρι τη Μυτιλήνη.
Δεν χρειάζεται πλέον ούτε καϊκι, ούτε βάρκα.
Ξαπλώνει πάνω στις ζεστές πέτρες και την ίδια ώρα πάνω στα ζεστά χαλίκια.
Ο Θάμπετ είναι ευτυχισμένος.
Δεν χρειάζεται πλέον να στροβιλιστεί.
Δεν κρυώνει.
Δεν πεινά.
Δε διψά.
Ακούει μιά μελωδία.
Βλέπει το σωματάκι του ακούνητο να κοιμάται κουλουριασμένο πάνω στο καίκι.
Τώρα καταλαβαίνει.
Τώρα συνειδητοποιεί.
Πάντα η πραγματικότητα του ήταν μέσα στην γαλήνη και την ειρήνη.
Από μικρό παιδί ο Θάμπετ γνώριζε.
Γνώριζε πως στη ζωή του θα μεγάλωνε χωρίς ενοχές.
Τώρα πιά δεν υπάρχει τίποτε άλλο από το τώρα.
Συνεχίζει ν’ ακούει την μελωδία.
Μιά μελωδία που μοιάζει να’ρχεται από τα βάθη της θάλασσας,
από τα βάθη της ιστορίας των προγόνων του.
Και αυτός εκεί στο τώρα να απολαμβάνει την πτήση του, λίγο πάνω από το νερό.
Ο Θάμπετ ίπταται με την φωτεινή ψαρόβαρκα προς τον φως της δύσης του ήλιου.
Το φως του Θάμπετ γίνεται ένα με το φως του ήλιου που
δύοντας
βυθίζεται
στα βάθη της θάλασσας.