Τρέχοντας κάμποσα μέτρα κάτω από τη γη
«Έλα ρε σε κλείνω τώρα, μπαίνω μετρό». Κλικ. Τηλέφωνο στην τσέπη. Στρίμωγμα προς το πλάι. Ο γέρος δίπλα του ξεφυσά κι η ανάσα του μυρίζει. Έλεος δηλαδή. Μια τσίχλα; Η άλλη έχει δέκα τσάντες στο χέρι και θέλει να διαβάζει και στο κινητό της πλάι στο σβέρκο του. Κάνε πιο ‘κει κυρά μου με την παντόφλα σου… Μετατοπίζεται όμως αυτός. Πιο πλάι. Επόμενο τραγούδι στα ακουστικά του. Ευτυχώς σκεπάζει αρκετά τη βαρετή φωνή που ανακοινώνει την επόμενη στάση.
Επιτάχυνση. Συνέπειες βαρύτητας: Η κυρά από πριν πάλι στο σβέρκο του. Οι τσάντες της πάλι στη μέση του. Πέντε κεφάλια μπροστά του τσουγκρίζουν ελαφρά μεταξύ τους. Πώς κάνουν τσιν-τσιν τα ποτήρια της σαμπάνιας; Καμία σχέση. Εδώ είχε και μουγκρίσματα, μορφασμούς και ματιές βλοσυρές.
Κανονική ταχύτητα τώρα. Όλα επανέρχονται στην ομαλότητα. Κοιτά στο βάθος. Νάτος ο γνωστός ο τύπος με τα στυλό. Όχι, χαρτομάντιλα έχει σήμερα. Διακεκομμένη πορεία σε κάθε δεύτερο βαγόνι του συρμού και ξανά από την αρχή στην απέναντι αποβάθρα σε αντίθετη κατεύθυνση. Πόσες φορές τη μέρα; Πολλές. Ζωή. Διακεκομμένη ζωή βασικά……
Επιτάχυνση πάλι με στροφή. Φυγόκεντρος που απελευθέρωσε κάτι χαρτιά του ηλικιωμένου στο απέναντι κάθισμα και πέταξαν ελεύθερα και χαρούμενα ενώ προσγειώθηκαν κατόπιν ήσυχα-ήσυχα άλλα στην κοπελιά δίπλα του και άλλα στον μουσάτο απέναντι. Τα μαζέψανε. Δύο πιτσιρίκες χαχανίζουν κοιτώντας τον μουσάτο που διπλώθηκε στα δύο για να μαζέψει και να δώσει τα χαρτιά στον παππού απέναντι. Η ματιά του καρφώνεται στο διπλανό παράθυρο. Αφηρημένη γλιστρά επάνω στις αντανακλάσεις. Στο μετρό ποτέ δεν κοιτάς απευθείας. Πάντα μέσα από τις αντανακλάσεις. Όλοι το ξέρουν αυτό. Κι όλοι το κάνουν. Να όπως αυτή εδώ που… Ωπ!
Κι άλλη επιτάχυνση. Κρατιέται καλύτερα και κοιτά την κυρά με την παντόφλα-κινητό και τις τσάντες: μην και κάνεις κατά δω πάλι, λέει μέσα του. Ξαναστρέφει τη ματιά του προς τα εκεί όπου πριν… Μπα, λάθος θα έκανε. Σιγά τώρα. Αυτά μόνο σε κάτι ξενέρωτες ταινίες και σε κάτι τάχα ρομαντικές διαφημίσεις σοκολάτας συμβαίνουν. Ξανακοιτά τις αντανακλάσεις. Τίποτα. Είπαμε, σου φάνηκε, σκέφτεται.
Επιβράδυνση. Η στάση πλησιάζει σταθερά προς το βαγόνι του. Η ώρα του «sorry κατεβαίνω» και άλλων ελληνοαγγλικών, η διάλεκτος των ΜΜM είναι αυτή. Ο παππούς, ο μουσάτος, οι πιτσιρίκες στριμώχνονται προς την πόρτα ανυπόμονα. Η κυρία με τις τσάντες και το κινητό-παντόφλα πίσω του. Πιάνει το κινητό στην τσέπη του: να βάλω ράδιο μόλις βγω, καλύτερα.
Στάση. Ο γνωστός ήχος. Το στρίμωγμα. Αυτοί που βγαίνουν βιαστικοί. Αυτοί που θέλουν να μπουν πιο βιαστικοί από τους βιαστικούς που βγαίνουν. Όλοι αυτοί συναντιούνται σε μια πόρτα 1,5 επί 2. Συμπύκνωση απίστευτη. Βγαίνει από το βαγόνι τραβώντας το παλτό του που είχε πιαστεί στην αγκράφα μιας κυριούλας στριμωγμένης ανάμεσα σε δύο τυπάδες που μίλαγαν μεταξύ τους μπαίνοντας ανάμεσα σε κάτι σύννεφα φθηνού after shave. Κατευθύνεται προς τις αυτόματες σκάλες. Στρέφει το κεφάλι προς τα πάνω. Τέρμα ψηλά κάπου πενήντα άτομα και άλλα τόσα σκαλοπάτια πιο πάνω από αυτόν ένα κεφάλι. Σγουρό. Κι ένα χαμόγελο. Ωπ! Η αντανάκλαση από πριν μέσα στο βαγόνι. Στο παράθυρο. Πριν την επιτάχυνση. Πριν σκεφθεί τις ταινίες που δεν συμβαίνουν. Πριν σκεφθεί τις χαζές διαφημίσεις που επίσης δεν συμβαίνουν.
Μεγάλη ανάσα. Αρχίζει να ανεβαίνει δυο-δυο τα κινούμενα σκαλοπάτια από αριστερά. Γιατί πού ξέρεις; Μπορεί και να συμβαίνουν. Ανάμεσα σε δυο στάσεις του μετρό. Τρέχοντας κι εγώ δεν ξέρω με πόσα χιλιόμετρα και κάμποσα μέτρα κάτω από τη γη. Μπορεί. Τρέχουμε τώρα λέμε, τρέχουμε, σκέφτεται. Βλέμμα ψηλά. Το χαμόγελο είναι ακόμη εκεί. Ανεβαίνει κι αυτό. Κοίτα να δεις που μπορεί. Κοίτα να δεις…