Τριλοβίτες
Ο Πάνκεϊκ έζησε και πέθανε νέος στη Βιρτζίνια των Η.Π.Α. Εικοσιεφτά µόλις ετών αυτοκτόνησε, αφήνοντας αυτό το µοναδικό του λογοτεχνικό δείγµα το οποίο σύµφωνα µε κριτικές και επαίνους τον κατατάσσει στο πάνθεον των Αµερικάνων διηγηµατογράφων.
Ο Πάνκεϊκ γράφει για την ∆υτική Βιρτζίνια. Φυλακισµένοι µέσα στην επικράτεια εκείνης της υπαίθρου οι πρωταγωνιστές κάνουν όνειρα για µια διαφορετική ζωή. Οι κινήσεις τους θυµίζουν τους σπασµούς των παγιδευµένων εντόµων. Γιατί περιστοιχίζονται από έναν ακαλλιέργητο περίγυρο που πατάσσει ή ρουθουνίζει µπροστά σε αυτές τις λόξες για µια πιο ανθρώπινη ζωή. Οι περισσότεροι άντρες φροντίζουν καλλιέργειες, δουλεύουν σε συνεργεία – καµιά φορά παίζουν πυγµαχία και ζουν από τα στοιχήµατα. Οι κοπέλες ζουν στις σκιές αυτές της συντηρητικής κοινωνίας, κάποια θα εκπορνευθεί, άλλες µαραζώνουν κοιτώντας τους λίγους άντρες να πιάνουν την καλή και να τις αφήνουν µόνες. ∆εν υπάρχει κάτι θετικό σε αυτές τις ιστορίες. Μέχρι και τα όνειρα των λίγων, είναι κακοµοιριασµένα – µέχρι κι εκεί κάνουν εκπτώσεις και δεν τολµούν να σκεφτούν το κάτι παραπάνω.
Θα σταθώ στην εξαιρετική µετάφραση του Γιάννη Παλαβού. Έκανε αυτό που έπρεπε σε τούτα τα γραπτά: δεν προσπάθησε να µεταφέρει αυτούσια την αργκό της υπαίθρου, ούτε φόρεσε ένα δικό µας ιδίωµα. Αποφεύγοντας τόσο ένα δυσνόητο αποτέλεσµα, όσο από την άλλη και ένα ολότελα ξένο προς την αµερικάνικη γλώσσα ανάγνωσµα, επέλεξε απλά, καθηµερινά ελληνικά. Το βιβλίο διαβάζεται εκπληκτικά εύκολα, καταφέρνοντας την ίδια στιγµή να µεταφέρει τον αναγνώστη σε εκείνη την πολιτεία. Το βιβλίο µου έφερε έντονα στο νου τον Ντόναλτ Ρέι Πόλοκ, που µε τη συλλογή του Knockemstiff, µιλάει για τις µεσοδυτικές πολιτείες, βγάζοντας έναν ξεχωριστό, µα συγγενή ζόφο µε αυτόν του Πάνκεϊκ. Εκεί ο πρωταγωνιστής, εκστασιασµένος που ο ανήλικος γιός του στάθηκε στο πλάι του και έδειραν άνευ λόγου ένα συνοµήλικο αγόρι και τον πατέρα του, αναφωνεί πως ήταν η καλύτερη µέρα της ζωής του. Εδώ, µια τραγική φιγούρα θυµάται πώς έχασε την παρθενιά του, όταν ανήλικος ακόµη πήγε µε µια πουτάνα που ο πατέρας του της κρατούσε µε τη βία ανοιχτά τα πόδια µέχρι να τελειώσει ο γιός του. Ο Παλαβός θα ευχόµουν να αναλάµβανε τη µετάφραση των διηγηµάτων του Πόλοκ, ολοκληρώνοντας τον διάλογο, όπως λένε, µε τους συγγραφείς εκείνου του βασανισµένου τόπου.
Το ερώτηµα κατά πόσο είναι τόσο τεράστιο ταλέντο ο Πάνκεϊκ όσο του προσδίδουν οι κριτικές που φτάνουν στα αυτιά µας, είναι κάτι µάλλον αδιάφορο για µένα. ∆εν ξέρω αν θα γινόταν τόσο σπουδαίος όσο αυτό το βιβλίο δείχνει. Αυτό όµως που έχουµε στα χέρια µας αξίζει να διαβαστεί από όσους αγαπάνε τις µικρές ιστορίες και ειδικά την Αµερικάνικη, καλή πεζογραφία.