tetartopress

Φτιάξε για μας μια λέξη

Για σένα θέλω να γράψω σήµερα. Και διεκδικώ το δικαίωµα να πω, πως µετά από τόσα χρόνια που είµαστε µαζί, ό,τι κι αν γράψω είναι νηφάλιο, χωρίς πλάνες και αδόκιµα συναισθήµατα.

Να πω για σένα, που ξεπήδησες λες, απ’ τα όνειρά µου, σαν µια καλύτερη πραγµατικότητα.

Και ήρθες από τα όνειρα που µ’ έµαθες να κάνω, τα πιο ωραία, τα πιο χρωµατιστά, τα πιο µεγάλα.

Και µ’ αγάπησες γι’ αυτό ακριβώς που ήµουν, χωρίς να θέλεις να µ’ αλλάξεις.

Για σένα που όταν έβλεπες το λάθος µου, δε βιαζόσουν να µε διορθώσεις και είχες την υποµονή να περιµένεις να βρω το σωστό, µονάχη µου.

Για σένα που ένοιωθα ότι µπορούσες να κάνεις πράγµατα διαφορετικά του χαρακτήρα σου, για να µε πλησιάσεις. Κι ένοιωθα την ευθύνη και γινόµουν καλύτερη για να µη χαλάσεις.

Κι έτσι µάθαµε να υπάρχουµε, ο ένας δίπλα στον άλλο χωρίς ν’ αλλάζουµε, σα δυο ξεχωριστοί άνθρωποι.

Κι έµαθα να βλέπω τα πιο ψηλά, τα πιο όµορφα, να γίνοµαι καλύτερη, χωρίς ν’ αλλάζω και χωρίς να σ’ αλλάζω.

Γι’ αυτό σου λέω, πως αν κάποτε ονειρευόµουν να βρω το άλλο µου µισό, εσύ µου έµαθες πως είναι, να µη χρειάζεται να είµαι µισός άνθρωπος ψάχνοντας έναν άλλο µισό. Αλλά πόσο πιο ταιριαστό είναι, ένας ολόκληρος άνθρωπος πλάι σ’ έναν ακέραιο.

Κι έπειτα από τόσο χρόνια και τόσα όνειρα, δε φοβάµαι µήπως ξυπνήσω, γιατί ξέρω πως είσαι αληθινός.

Θα πω λοιπόν για σένα που είσαι πλάι µου στα όµορφα, για να καµαρώνεις πιο πολύ και απ’ ότι για τον εαυτό σου. Για ‘κείνες τις στιγµές, που µου ψιθυρίζεις στ’ αυτί κάθε βλέµµα θαυµασµού, που µου ‘χει ξεφύγει.

Και θέλω ακόµα να σου πω, πως ξέρω ότι τις νύχτες που κοιµάµαι πλάι σου, µε κοιτάς για ώρα µες στο σκοτάδι και µ’ αρέσει. Γιατί νοιώθω ασφαλής, πως θα ‘σαι εκεί, αν δω άσχηµα όνειρα για ν’ απλώσεις το χέρι σου και να τρέξουµε µαζί. Και θα ‘σαι εκεί, να µε σκουντήσεις ελαφρά και να µου πεις να µη φοβάµαι, γιατί ήταν όνειρο και πέρασε.

Και έτσι είναι και στους εφιάλτες της ζωής µου. Είσαι πάντα εκεί, να µου απλώσεις το χέρι να µε τραβήξεις. Κι έπειτα από τόσο καιρό, να µη φοβάµαι µήπως γλιστρήσουν τα χέρια µας. Γιατί γνωρίζω καλά, πως µε κάποιο τρόπο θα φτάσεις πρώτος στο βυθό, ν’ ανοίξεις µια µεγάλη αγκαλιά να πέσω µέσα ασφαλής.

Και το θυµάµαι πως ήσουν εκεί, όταν κοίταζα τους εφιάλτες µου στα µάτια. Σ’ ένοιωσα µιαν ανάσα πίσω µου και τότε σταµάτησα για πρώτη φορά να τους φοβάµαι. Έπειτα, όταν ‘πεσαν οι καπνοί και κανείς δεν έβλεπε το διπλανό του, άπλωσες το χέρι σου και µε τράβηξες. Είπες, µε γνώρισες απ’ το βήχα µου. Μα ξέρω, πως τίποτα αλλιώτικο δεν έχει ο βήχας µου, ούτε το γέλιο µου, ούτε το φτέρνισµά µου. Εσύ όµως ξέρεις καλά να τα ξεχωρίζεις, ξέρεις να µε αναγνωρίζεις και χωρίς όλα τούτα, να µε κοιτάς χωρίς καν να φαίνοµαι.

Θα πω για σένα λοιπόν, που τη λέξη «συγγνώµη» όσο δυνατά κι αν στη φωνάξω, ποτέ σου δε θα την ακούσεις. Γιατί όταν κρατώ στο ένα µου χέρι µια «συγγνώµη» και στο άλλο ένα «σ’ αγαπώ», εσύ βλέπεις µόνο το «σ’ αγαπώ». Και το αρπάζεις µε µιας, για να το κάνεις πιο µεγάλο και πιο πολύχρωµο, σαν ένα γαϊτανάκι, που µέσα του θα πλέξουµε και θα πλεχτούµε.

Είσαι εσύ, που όταν µε πνίγει η άσφαλτος, τα καυσαέρια, η πόλη και η ζωή, θα πάρεις χρώµατα να ζωγραφίσεις σε χαρτί, µιαν άλλη πόλη. Κι έπειτα να µε κάνεις κι εµένα µικρή κουκίδα µέσα στο χαρτί, να µπεις κι εσύ για ν’ αλωνίζουµε µαζί, σε παραµυθιών λιβάδια.

Είσαι εσύ, που ακόµα και στην πιο δυνατή µπόρα, µπορείς πάντα να ξετρυπώσεις ένα υπέροχο ουράνιο τόξο, όσο καλά κι αν κρύβεται. Και µ’ έναν τρόπο µαγικό, να µε κάνεις και µένα να το βλέπω.

Για σένα λοιπόν, που ενώ γνωρίζεις για την ασχήµια, ξέρεις να την παραµερίζεις.

Ξέρεις να παλεύεις για τα όµορφα, τα σπουδαία, τα ιδανικά. Ξέρεις πώς να κάνεις τους γύρω σου καλύτερους κι έτσι σιγά σιγά, να σχεδιάζεις τον κόσµο.

Έτσι έµαθα κι εγώ πως ο καλύτερος κόσµος που πάντα ήθελα, θα γίνει στ’ αλήθεια µόνο όταν αρχίσει να σου µοιάζει.

Και µη θαρρείς πως όλα τούτα, τα γράφω δίχως λόγο.

Είναι που θέλω να σου ζητήσω µιαν ακόµα χάρη. Μία στις τόσες πολλές που σου έχω ζητήσει και µου έχεις κάνει.

Είναι καιρός τώρα που ψάχνω να βρω µια λέξη. Είναι βλέπεις που το «σ’ αγαπώ» ή το «σε λατρεύω» δε µου φτάνουν πια, δε µου φαίνεται να µας χωρούν.

Έτσι είπα να φτιάξουµε µια δική µας λέξη, που να µας χωρά στο σήµερα, στο αύριο. Βάζω λοιπόν γράµµατα σε σειρά και καµία λέξη δε µου κάνει. Άλλη δείχνει πολύ µικρή, άλλη πολύ δήθεν, άλλη πολύ άτονη.

Λέω λοιπόν να πάρεις τα χρώµατα και τις µουσικές σου και να βοηθήσεις τα γράµµατα να µπουν στη σωστή τους σειρά κι έτσι να φτιάξεις για µας, την πιο ταιριαστή λέξη.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
«Νώε» - Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

«Νώε» – Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

Οι εκδόσεις Κίχλη και το βιβλιοπωλείο Πίξελ Books μας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Νώε» την Τετάρτη ...
Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει ...
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων», ενός βιβλίου που επαινέθηκε από την κριτική, ...
«Μπρανκαλεόνε» - Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Μπρανκαλεόνε» – Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Ο μάγος Μπρανκαλεόνε θα μπορούσε να είναι κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου φίλο ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 127 Άρθρα

Να ενοχλήσω θέλω τις λέξεις, να κοιτάξω πίσω απ’ αυτές. Να περπατήσω θέλω, εκεί που το αόρατο γίνεται ορατό, ανάμεσα σε αραδιασμένες λέξεις και να επαναφέρω τ’ ανείπωτα. Έτσι νομίζω πρέπει να ξεκινήσουμε, απλά. Να επανοικειοποιηθούμε το λόγο, για να μην είναι ιδιοκτησία των ισχυρών και των «αυθεντιών». Να σπάσουμε το φράγμα της σιωπής και του ακρωτηριασμένου λόγου. Και λίγο λίγο θα μάθουμε να σκεφτόμαστε και να πράττουμε πέρα από το δεδομένο. [email protected]

Back to Top