Ψάχνοντας για μαργαριτάρια
Το πλοίο έφευγε στις 7. Το απόγευμα. Τη μαγική εκείνη ώρα που ο ουρανός σκαρφίζεται χρώματα απίθανα, την ώρα εκείνη που αρχίζεις και θυμάσαι ότι μια νέα μέρα θα έρθει σε λίγες ώρες.
Έβγαλε εισιτήριο βιαστικά, κοιτάζοντας αριστερά δεξιά για αδιάκριτα βλέμματα και γνώριμες φιγούρες, δεν ήθελε κανείς να του πει πού πας γιατί φεύγεις. Γιατί πώς να τους πει για τα ρηχά νερά που είχε αράξει η ψυχή του. Οι βιαστικές αποφάσεις πάντα κάνουν τους ανθρώπους που αγαπάμε να σμίγουν τα φρύδια. Αλλά δεν ήταν ο σκοπός του αυτός. Αυτός ήθελε μόνο να φτάσει το βράδυ αργά με ένα σακίδιο μικρό στον ώμο, να μπει σε ένα άγνωστο δωμάτιο που θα μυρίζει καινούρια σεντόνια και παλιούς τοίχους, και να κοιμηθεί βαθιά, και όταν ξυπνήσει να ανοίξει τα παράθυρα και να αναπνεύσει βαθιά, και όταν πια πάρει το πλοίο του γυρισμού, να μπορεί να κοιτάζει τους ανθρώπους και πάλι βαθιά στα μάτια.
Δεν ήξερε γιατί έφευγε στ’ αλήθεια. Κι αυτός ήταν ένας καλός λόγος για να φύγει.