Χάνοντας τον κορυφαίο άνθρωπο της ζωής μου
Ο γραπτός λόγος κακώς ή καλώς είναι τρόπος ψυχοθεραπείας για μένα, εδώ όμως τα πολλά λόγια δεν έχουν να δώσουν κάτι είναι η αλήθεια. Όταν χάνεται διαπαντός ο κορυφαίος άνθρωπος της ζωής σου, όλες οι αμπελοφιλοσοφίες και τα θεωρητικά κλισέ πετιούνται στη θάλασσα. Η θλίψη και η απαισιοδοξία ήταν ανέκαθεν κίνητρο συγγραφής, στην προκειμένη όμως περίπτωση όταν η απόγνωση σου χτυπά αυτοπροσώπως την πόρτα κι όχι μέσω αντιπροσώπων του υπόλοιπου πλανήτη τα συναισθήματα είναι αλλιώς.
Χάνοντας την Μάνα μου ένιωσα πως ενηλικιώθηκα σ’ ένα βράδυ κι ας έχω ξεπεράσει τα δεκαοχτώ εδώ και χρόνια, από αθάνατος που αισθανόμουν κοντά της, μέσα στην αγκαλιά της έγινα θνητός, πάντα ήταν ο άνθρωπός μου, το πρώτο μου τηλέφωνο στα δύσκολα και στα ευχάριστα, η παρέα μου, η φίλη μου. Δεν μπορώ να διανοηθώ πως δεν θα χτυπήσει ποτέ ξανά το κινητό μου από ‘κείνη για να με ρωτήσει αν θα περάσω απ’ το σπίτι της τ’ απόγευμα για να της φέρω καφέ και να τον πιούμε στη βεράντα όπως έλεγε. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως ο θάνατος θα έρθει τόσο κοντά μου, δίπλα μου, μέσα μου. Ξαφνικά χωρίς προειδοποίηση. Το ζήτημα είναι πως πάντα έτσι επιτίθεται, αστραπιαία, απλά ποτέ δεν πιστεύεις πως θα είσαι εσύ ή η οικογένειά σου ο στόχος.
Πάντα είναι οι άλλοι, ακούς θανάτους και λυπάσαι. Λες πως σ΄εμένα δεν θα συμβεί, λες κι έχεις συμβόλαιο. Θα μου πεις και τι να κάνεις; Τίποτα, αυτή είναι η θλιβερή πραγματικότητα, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Το μόνο που μπορείς, είναι να βελτιώσεις τον τρόπο επικοινωνίας σου μέχρι να έρθει. Να μην μετανιώσεις ποτέ για πράγματα που ξέχασες, προσπέρασες ή εκείνη τη στιγμή σου φαινόντουσαν ανούσια. Θα έρθει η ώρα που θα κοιτάς πίσω απ’ το ρολόι μήπως γυρίζει ο χρόνος με κάποιο μεταφυσικό κουμπί, αλλά τέτοια χάρη η φύση δεν θα σου κάνει.
Το μάθημα που πήρα απ’ αυτή την τραγική ιστορία είναι πως πρέπει να σταματήσουμε να αναβάλουμε. Πρέπει όλα να γίνονται τώρα, σήμερα αν είναι δυνατόν. Το αύριο είναι πολύ μακριά και για κάποιους δεν θα έρθει ποτέ.
Στη Μητέρα μου
1942-2017