«Δον Κιχώτης». Η πρώτη έκδοση και η ιστορία της
Ο Δον Κιχώτης, ένα από τα κλασικότερα έργα λογοτεχνίας του Ισπανού συγγραφέα Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα. Εκδόθηκε σε δυο μέρη, το 1605 και το 1615.
Τον Ιούλιο του 1604 ο Θερβάντες πούλησε τα δικαιώματα του «Δον Κιχώτη ντε λα Μάντσα» στον εκδότη-βιβλιοπώλη Francisco de Robles για ένα άγνωστο ποσό. Η ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε να έχει υποβληθεί το πρωτότυπο για έγκριση από το Βασιλικό Συμβούλιο, καθώς επίσης οι διοικητικές διαδικασίες και η υποχρεωτική έγκριση από το λογοκρισία ολοκληρώθηκαν στις 26 Σεπτεμβρίου. Η άδεια να δημοσιευθεί χορηγήθηκε τον Σεπτέμβριο, η εκτύπωση ολοκληρώθηκε το Δεκέμβριο, και το βιβλίο εκδόθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1605.
Για την ακρίβεια αυτή η πρώτη έκδοση, που τυπώθηκε από τον Juan de la Cuesta στη Μαδρίτη, έγινε σε μια μάλλον μέτρια ποιότητα, με ένα μεγάλο αριθμό τυπογραφικών λαθών. Τα πρώτα αντίτυπα θα έπρεπε να έχουν αποσταλεί στο Βαγιαλδόλ (την τότε πρωτεύουσα της Ισπανίας) μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου.
Αυτή η έκδοση ανατυπώθηκε ξανά στο ίδιο εργαστήριο, με αποτέλεσμα να υπάρχουν στην πραγματικότητα δύο γνήσιες εκδόσεις με τη δεύτερη ελαφρώς διαφορετική να διορθώνει κάποιες αστοχίες της πρώτης και με επίσημη ημερομηνία έκδοσης την 16η Ιανουαρίου 1605.
Σε αυτό το πρώτο μέρος του Δον Κιχώτη ο Θερβάντες αναφέρει πως τα πρώτα κεφάλαια ελήφθησαν από το «Αρχείο Λα Μάντσα», και τα υπόλοιπα μεταφράστηκαν από τα αραβικά από το Μαυριτανό συγγραφέα Cide Hamete Benengeli. Αυτό το τέχνασμα (αν και κοινό σε εκείνη την εποχή) έδινε την εντύπωση πως πρόκειται για μια πραγματική ιστορία που συνέβη αρκετές δεκαετίες πίσω.
Ο Θερβάντες έγραψε το έργο του σε μια γλώσσα πρώιμη των σύγχρονων Ισπανικών που σε μεγάλο βαθμό είχε δανειστεί στοιχεία από τα παλιά καστιλιάνικα (τη μεσαιωνική μορφή της ισπανικής γλώσσας). Στο έργο υπάρχουν δύο διαφορετικά είδη καστιλιάνικων. Τα παλιά που ομιλούνται μόνο από τον Δον Κιχώτη ενώ οι υπόλοιποι ρόλοι μιλούν μια πιο σύγχρονη εκδοχή. Αυτό είναι ένα χιουμοριστικό τέχνασμα του Θερβάντες για να αντιγράψει τη γλώσσα που χρησιμοποιούνταν στα παλιά ιπποτικά βιβλία. Αυτή η λεπτομέρεια όμως, δε διακρίνεται πλέον στις μέρες μας αφού αποτελεί στοιχείο μόνο των παλιότερων εκδόσεων.
[…] Σε κάποιο χωριό της Μάντσας, που το όνομά του δε θέλω να ονομάσω, ζούσε πριν λίγα χρόνια, ένας ευγενής από εκείνους που είχαν μια λόγχη στην οπλοθήκη, μια παλιά ασπίδα, ένα καματερό άλογο και ένα λαγωνικό σκυλί. […] Έχοντας πια τρελαθεί ολότελα, έκρινε σωστό και αναγκαίο, για να τιμήσει το όνομά του, να γίνει περιπλανώμενος ιππότης που θα γυρίζει τον κόσμο με τα όπλα του καβάλα στο άλογό του, αναζητώντας περιπέτειες, τιμωρώντας το άδικο και διορθώνοντας τα στραβά των ανθρώπων. […]
[…] Μετά πήγε να δει το κοκαλιάρικο άλογό του που, αν και πετσί και κόκαλο, του φάνηκε πιο ρωμαλέο και από το Βουκεφάλα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ακόμα και από τον Μπαβιέκα του Ελ Σιντ. Τέσσερις μέρες συλλογιζόταν τι όνομα να του δώσει. Στο τέλος αποφάσισε να το ονομάσει Ροσινάντε. […] Αφού ικανοποιήθηκε με το όνομα που έδωσε στο άλογό του, θέλησε να βρει ένα και για εκείνον τον ίδιο. Οκτώ μέρες σκεφτόταν και στο τέλος αποφάσισε να ονομάσει τον εαυτό του Δον Κιχώτη από τη Μάντσα, που κατ’ όπως πίστευε, φανέρωνε και την ευγενή καταγωγή του, αλλά και την ιδιαίτερη πατρίδα του […]
Κάπως έτσι ξεκίνησε το 1605 την ιστορία του ο Δον Κιχώτης και περιπλανώμενος εξακολουθεί να μας μαγεύει μέχρι και σήμερα.