Γονείς παρατημένοι, σε δεύτερη και τρίτη μοίρα
Άνθρωποι ογδόντα κι ενενήντα χρονών παρατημένοι στο έλεος της τύχης τους. Τα παιδιά τους εξαφανισμένα, έχοντας κάνει δικές τους οικογένειες, δικά τους παιδιά ξεχνώντας που μεγάλωσαν, με ποιους έπαιξαν, ποιοι ήταν εκεί για να φτάσουν να γίνουν οι άνθρωποι του σήμερα. Που να φανταστεί ο γονιός πως θα γίνει ένα φορτίο για τα παιδιά μεγαλώνοντας. Πόσο εκνευριστική θα είναι μια έκλυση για βοήθεια σε ψώνια ή η παρέα σε κάποιο γιατρό.
Πόσο μαλάκας γίνεται ο άνθρωπος πραγματικά. Ρε φίλε η μάνα σου είναι, ο πατέρα σου, τώρα που δεν τους έχει ανάγκη δεν σου είναι τίποτα; Μια αγκαλιά πάρε τους, πέρνα από το σπίτι να πιεις ένα καφέ μετά τη δουλεία, είναι ξεφτίλα για την πάρτη σου αυτή η εγκατάλειψή, όχι για εκείνους.
Πόσο απασχολημένος είσαι πια; Περιμένεις να πεθάνουν για να θυμηθείς πως τελικά δεν τους χάρηκες όσο έπρεπε, τότε είναι αργά. Οι τύψεις δεν βοηθούν σε κάτι, το άπλωμα του χεριού λύνει προβλήματα και ζεσταίνει ψυχές. Δεν ζητάει κανείς ελεημοσύνη, τα αυτονόητα ζητάει, τα παιδιά του να είναι εκεί, δίπλα, έως το τέλος.