«Γυναίκα σε πόλεμο» – Η κατά μόνας αντίσταση κι η κοινωνική αυτοακύρωσή της
«Γυναίκα σε πόλεμο» (Woman at war)
Σκηνοθεσία: Μπένεντικτ Έρλινγκσον
Πρωταγωνιστούν: Χαλντόρα Γκαϊρχαρδσντοτίρ, Γιόχαν Σίγκουρνδσον, Χουάν Καμίλο Ρόμαν Εστράντα, Γιόρουντουρ Ράγκναρσον
Ισλανδία, Γαλλία, Ουκρανία, 2018
Ώστε και στην Ισλανδία σχεδιάζονται οικονομικές συμφωνίες με Κινέζους για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας που θα καταστρέψει το πρωτόγονο φυσικό τοπίο της. Ώστε και στην Ισλανδία καλούν Αμερικάνους κι Ισραηλίτες πράκτορες που συνεισφέροντας την προηγμένη τους τεχνογνωσία, θα εντοπίσουν τον μοναχικό ακτιβιστή που κάνει σαμποτάζ στο ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας ως αντίσταση για την επικείμενη συμφωνία με τους Κινέζους. Ώστε και στην Ισλανδία γίνεται πλύση εγκεφάλου από την κυβέρνηση μέσω των Μ.Μ.Ε. ότι η αντίσταση στα μεγάλα επιχειρηματικά σχέδια, εκείνα που αποφέρουν κέρδη στους λίγους, στρέφεται κατά του συμφέροντος του απλού λαού γιατί -κατά την άποψη που προπαγανδίζεται- η ανάπτυξη που θα έρθει, θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και πλούτο. Ώστε και στην Ισλανδία ένας μαυριδερός τουρίστας θεωρείται ως πρώτος ύποπτος μόνο και μόνο εξαιτίας του χρώματος του δέρματός του.
Απ’ αυτήν την άποψη, η ταινία του Μπένεντικτ Έρλινγκσον, είναι αποκαλυπτική για την εικόνα που έχουμε σχηματίσει για την Ισλανδία με πρόσφατες αφορμές την άρνηση να εξοφλήσουν το χρέος των τραπεζών τους στους ξένους μεγαλοεπενδυτές -έχοντάς το μετακυλίσει ταυτόχρονα στους πολίτες της χώρας- και τη συνταγματική αναθεώρηση όπου συμμετείχε ενεργά ο λαός της. Ο νεοφιλελευθερισμός επελαύνει και κάμπτει τις αντιστάσεις ακόμα κι εκείνων των χωρών όπου το κοινωνικό καλό είναι η προτεραιότητα του κράτους. Από την άλλη όμως, σαν ο Έρλινγκσον να επιχειρεί να σκιαγραφήσει μια κοινωνία που δεν θέλει ακόμα να παραδοθεί ολοκληρωτικά, μια γυναίκα ακτιβίστρια, δρώντας μονάχη, αποτολμά τις πιο ριψοκίνδυνες πράξεις: καταστρέφει ηλεκτρικούς πυλώνες. Στήνει το ορμητήριό της πάνω στα κακοτράχαλα βουνά κι έχει τόξο, βέλος και κόφτες στα χέρια της. Πρωτόγονα όπλα αλλά τόσο αποτελεσματικά όταν αυτός -για την ακρίβεια, αυτή- που τα χρησιμοποιεί, τα έχει μπολιάσει με την οργή της για την καταστροφή που πλησιάζει.
Είναι όμως μόνη -αλήθεια, γιατί; Δεν βρίσκει συμπαράσταση στην κοινωνία ή εκτονώνει την οργή της σε ενέργειες για την «τιμή των όπλων» και την εσωτερική της ειρήνη με τη συνείδησή της; Γιατί ένας τόσο αγαπητός άνθρωπος δεν μοιράζεται τον ιδεαλισμό της μ’ αυτούς που την αποδέχονται; Η ταινία δεν απαντάει, δυστυχώς και το κοινωνικό της σχόλιο μένει εκκρεμές.
Κρίμα το ολοζώντανο βλέμμα της πρωταγωνίστριας Χαλντόρα Γκαϊρχαρδσντοτίρ, το βαθιά φεμινιστικό πνεύμα που εμποτίζει την ατμόσφαιρα της ταινίας (οι μοναδικοί που γνωρίζουν τη δράση της, είναι ένας άντρας υπουργός, άνθρωπος ήπιων τόνων αλλά άβουλος και με ψυχολογικά προβλήματα κι ένας θαρραλέος αγρότης, ενδεχομένως μακρινός συγγενής της που φοβάται να κάνει ουσιαστική σχέση με μια γυναίκα), την υπέροχη μουσική επένδυση που παίζεται ζωντανά μέσα στην ταινία, είτε υπογραμμίζοντας τις συνέπειες των δρώμενων είτε προειδοποιώντας μας υπαινικτικά για ό,τι θ’ ακολουθήσει).
Έστω κι έτσι, η ταινία καταφέρνει να μας μεταδώσει ότι η αντίδραση του ανθρώπου που είναι αποφασισμένος να πολεμήσει για το κοινωνικά δίκαιο, είναι τόσο φυσική που δεν διστάζει μπροστά σε κανένα εμπόδιο.