Μικρές στιγμές μεγαλούπολης
Είχε ξαπλώσει κάτω από ένα δέντρο Φιλύρα στην Βαρσάουερ Στράσσε, δίπλα στον σταθμό του τρένου. Αρχές Απρίλη, Άνοιξη και ζέστη. Είχε ξαπλώσει όπως οι γυναίκες όταν λιάζουν το φιδίσιο τους κορμί το καλοκαίρι στην παραλία.
Advertisement
Η μικρή διαφορά ήταν ότι αυτός δεν ήταν γυναίκα με φιδίσιο κορμί, αλλά άντρας με μακριά φιδίσια γένια και άπλυτα φιδίσια μαλλιά. Τα άδεια μπουκάλια που με τάξη είχε γύρω του τοποθετήσει έμοιαζαν σαν να είχαν φυτρώσει στην υποτιθέμενη άμμο της παραλίας.
Όπως είχε ξαπλώσει στα πλάγια, κρατώντας με το αριστερό του χέρι το κεφάλι του έδειχνε να απολαμβάνει τον βερολινέζικο ήλιο, μα πιο πολύ το πολύχρωμο πλήθος που τον προσπερνούσε κοιτάζοντας τον πεταχτά, αλλά και με ενδιαφέρον.
Κάποια στιγμή έκανε παύση στον μονόλογό του και έψαξε να βρει ένα γεμάτο μπουκάλι μπύρας. Ήταν όλα άδεια. Δεν πτοήθηκε. Σαν να μην ήθελε άλλο να πιει. Σαν να του ήταν αρκετό όλο αυτό τα αλκοόλ τόσα χρόνια. Άλλαξε πλευρό και στήριζε το κεφάλι του με το δεξί του χέρι. Η μουσική που ακουγόταν από μια διπλανή παρέα ήταν μουσική vintage. To αυτοενισχυόμενο ηχειάκι της πολυεθνικής παρέας τόνιζε ακόμη αυτήν την αίσθηση της παραλίας σε ένα νησί εξωτικοτουριστικό.
Κάποια στιγμή και ενώ ακουγόταν ένα ερωτικό κομμάτι ο φιδίσιος μεσήλικας σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να προσπαθεί να χορέψει. Στρέκλισε. Κρατήθηκε από το δέντρο. Δεύτερη προσπάθεια να χορέψει. Επιτυχημένη προσπάθεια. Χόρευε αισθαντικά. Σαν να είχε απέναντι του την πιο όμορφη ή τον πιο όμορφο παρτενέρ.
Οι περαστικοί είχαν μαζευτεί γύρω του. Και άρχισαν κάποιοι να κινούνται στον ρυθμό της μουσικής. Στον ρυθμό που ο φιδίσιος γκριζομάλλης μετέδιδε στον κάθε άνθρωπο.
Και ξαφνικά σαν όλο αυτό, όλοι αυτοί οι τόσο διαφορετικοί άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι να έγιναν ένα. Και σαν η ψυχή του φιδίσιου να έφυγε από το ταλαιπωρημένο και πονεμένο του σώμα και να άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω και να παρατηρεί όλους αυτούς που χόρευαν μαζί του. Να τους βλέπει από πάνω. Και να ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά. Να βλέπει τα τρένα να έρχονται και να πηγαίνουν. Να βλέπει τα αυτοκίνητα να περνούν την γέφυρα του ποταμού Σπρε. Να ακούει τον ήχο από τα ασθενοφόρα. Και όσο πιο ψηλά πέταγε τόσο πιο ερωτική γινόταν η μουσική από το αυτοενισχυόμενο ηχείο της παρέας που και αυτή είχε σηκωθεί και χόρευε μαζί του.
Πέταξε επιτέλους η ψυχή του Φιδίσιου στο εξωτικοτρουριστικό νησί που πάντα ονειρευόταν όταν έπινε την μπύρα του. Και από εκεί που είναι τώρα απαλλαγμένος από το ταλαιπωρημένο και πονεμένο του σώμα συνεχίζει να χορεύει τον χορό της ψυχής του. Μια ψυχούλα που πάντα να λυτρωθεί επιθυμούσε.
Όταν το ασθενοφόρο έφτασε κάτω από την Φιλύρα να παραλάβει για το νοσοκομείο τον Φιδίσιο κανείς από τους παρευρισκόμενους παρτενέρ στο χορό του δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όταν ξάπλωσε στα πλάγια με το αριστερό του χέρι να κρατά το κεφάλι του είχε πεθάνει. Είχε ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη του και τα φιδίσια άπλυτα μαλλιά του κουνιόντουσαν από το ελαφρό αεράκι της Βαρσάουερ Στράσε.
Τις επόμενες μέρες έκαιγαν αρωματικά κεριά που είχαν τοποθετηθεί μέσα στα τελευταία μπουκάλια μπύρας που ο Φιδίσιος είχε πιει. Τα έφερε ένα κοριτσάκι με δυο κοτσιδάκια μπιφτέκια στο κεφάλι του.
Advertisement
Advertisement