Μοιραίο ατύχημα
Θέλει, έτσι όπως περπατά, να του συμβεί ένα μοιραίο ατύχημα κι έξαφνα να τα ξεχάσει όλα. Τους φίλους του, τα πατρογονικά του, ακόμα και τ’ όνομά του. Να σβηστούν από πάνω του εμπειρίες και διδάγματα, και κάθε ίχνος κοινωνικής καταγραφής. Έτσι, σαν άγραφο χαρτί να δρασκελήσει με μιας, για να χωθεί σ’ ένα νεογέννητο.
Να σηκωθεί απ’ την κούνια και να κινήσει για την έρημο· ξυπόλητο, με τις φασκές ακόμα.
Κι ύστερα να ξεκινήσει απ’ την αρχή. Να δανειστεί απ’ τον Προμηθέα τη φωτιά κι ένα αφέγγαρο βράδυ να τον ελευθερώσει. Να φτύσει βλαστήμιες στους θεούς, να κλέψει τα φτερά του Ίκαρου και να πετάξει πιο πίσω ακόμα στ’ άγραφο.
Κι εκεί μονάχος του, να στήσει νέο πολιτισμό. Να περπατήσει σε δρόμους έξω από τα πλαίσια, αόρατους για τον ανθρώπινο νου, για ν’ αποδείξει τι είναι ικανός να πλάσει ο άνθρωπος δίχως ορμηνευτές και αφεντάδες.
Ύστερα, λίγο πριν το τέλος, να μην αντισταθεί σ’ αυτή την αδιόρατη έλξη για να επιστρέψει.
Αυτός, ο τρομερός πρωτόγονος, αιώνες μπροστά από τους άλλοτε δικούς του.
Παραδοξότητα – λάθος, θα κραυγάζουν οι ειδήμονες και θα βιάζονται να προστατεύσουν με κράνη και πανοπλίες τους υπολοίπους, μην τυχόν και τους συμβεί κάνα «μοιραίο» . Θα τρέχουν οι Ηρώδες να φονεύσουν γεννημένα και αγέννητα μωρά, μην τυχόν και βρούνε ξενιστή οι αθώοι.
Και κάπως έτσι, θα λυτρωθεί η πλάση. Ή με το χαμό του ανθρώπου ή με την απελευθέρωσή του.