Ο δρόμος είχε την δική του ιστορία, κάποιος την τύπωσε στον τοίχο με πλακάτ
Μεσημέρι με βρίσκει να στέκομαι με το σπαστό μου ποδήλατο, ακριβώς απέναντι από τον σταθμό του Αλεξάντερπλατς, στο κέντρο του Βερολίνου. Μασουλάω μια τυρόπιτα «κουρού» που μόλις αγόρασα από ελληνική αλυσίδα εστίασης, που και αυτή μετακόμισε από την Ελλάδα στην Γερμανία.
Advertisement
Κόσμος πάει και έρχεται, κόσμος από όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, τουρίστες αλλά και μόνιμοι κάτοικοι. Άνθρωποι, φαινομενικά τόσο διαφορετικοί, αλλά ουσιαστικά άνθρωποι. Άντρες και γυναίκες περπατούν στον δρόμο της περιπέτειας της ζωής τους ο καθένας και η καθεμία ξεχωριστά, αλλά όλοι μαζί σε αυτόν τον ίδιο δρόμο.
Στον δρόμο, στη μέση περίπου του οποίου, μασουλώντας την «κουρού», βλέπω αρχικά και μετά παρατηρώ αυτό το πλακάτ, αυτήν την αφίσα. Μία αφίσα που αρχικά την προσπερνώ με το βλέμμα μου, αλλά επανέρχομαι αμέσως και την μελετώ. Υπάρχουν διαφορετικές φωτογραφίες με ανθρώπους αλλά και γαντόκουκλες, κούκλες κουκλοθεάτρου. Κάποια από τα πρόσωπα είναι πολιτικοί αρχηγοί, ενώ υπάρχουν και κάποιες φωτογραφίες με κοινωνικές και θρησκευτικές αναφορές. Πάνω και αριστερά υπάρχει ένα κειμενάκι «Δεν φοβόμαστε κανέναν». Συνειδητοποιώ ότι η αφίσα αυτή είναι η βασική προβολή και διαφήμιση του γνωστού Deutsches Theater, με έδρα το Βερολίνο, μια από τις σπουδαιότερες θεατρικές γερμανικές σκηνές.
Καθώς καταπίνω το τελευταίο κομμάτι, μάλλον αμάσητο, δακρύζουν τα μάτια μου και σκέφτομαι ότι το πολιτικό νόημα αυτής της αφίσας είναι πολύ δυνατό και μάλλον αμάσητο για αυτούς που κριτικάρει.
Σαν υπνωτισμένος κατηφορίζω -πάντα ποδηλατώντας- μέχρι τον κεντρικό σταθμό στην Friedrichstrasse και περνώ έξω από το θέατρο του Μπέρτολτ Μπρεχτ, το ονομαστό Berliner Ensemble. Ακόμη η αφίσα είναι στο μυαλό μου. Στην μικρή πλατεία μπροστά από το θέατρο, κάθεται, ως μπρούτζινο άγαλμα, ο συμπαθέστατος και ιδιοφυής Μπέρτολτ. Έξω από το θέατρο υπάρχουν μικρές βιτρίνες μέσα στις οποίες είναι γραμμένες φράσεις από θεατρικούς συγγραφείς.
Διαβάζω την πρώτη από κομμάτι από τις «Τρεις αδερφές» του Τσέχωφ. «Θα μάθουμε στο μέλλον γιατί όλα αυτά μας πονάνε τόσο. Αχ, γιατί να μην τα ήξερα ήδη από τώρα».
Διαβάζω στην δεύτερη βιτρίνα κομμάτι από τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ. «Όλα τα υπόλοιπα είναι σιωπή».
Στην τρίτη βιτρίνα διαβάζω κομμάτι από τον «Πρίγπιπα Φρήντριχ από το Χόμπουργκ» ,του Χάνριχ φον Κλάιστ «Ένα όνειρο, τι άλλο».
Και ολοκληρώνεται ο εσωτερικός, βουβός, βαθιά υπαρξιακός μονόλογος μου με αφορμή το «δεν φοβόμαστε κανέναν» με την ρήση του Σάμουελ Μπέκετ, που πάντα με ευλογεί και με προστατεύει, με την συνεχή και επαναλαμβανόμενη παρουσία του στην ζωή μου με το «It’ s finished» από το θεατρικό του έργο «Το τέλος του παιχνιδιού».
Στην κλειστή, για το καλοκαίρι, κεντρική είσοδο του θεάτρου του Μπρεχτ, ο καλλιτεχνικός διευθυντής έχει γράψει μια επιστολή από την οποία ξεχωρίζω τον επίλογο της. «…αγαπητοί μου, θεατές και εραστές του θεάτρου, μην ξεχνάτε να παραμένετε κοντά στο θέατρο, σε εποχές μάλιστα ιδιαίτερα πονηρές και περίεργες…»
Ανεβαίνω στο σπαστό μου ποδήλατο, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα ανακούφισης και δύναμης από την συνειδητοποίηση ότι τελικά δεν είμαι μόνος. Ένα κομματάκι γευστικού τυριού από την «κουρού» ξεπροβάλλει μεταξύ αριστερού τραπεζίτη και φρονιμίτη. Για πρώτη φορά συνειδητοποιώ ότι ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ποτέ δεν ήταν φρόνιμος με τους τραπεζίτες. Χαίρομαι τόσο πολύ που χαμογελώ, πονηρά σαν μικρό παιδάκι που μόλις ανακάλυψε τον κόσμο και καθώς ποδηλατώ νότια, την Friedrichstrasse μονολογώ φωναχτά «Ναι, δεν είμαι μόνος, ποτέ δεν ήμουν…».
Ο τίτλος του κειμένου, γνωμικό του υπογράφοντος, είναι παράφραση από αγαπημένο τραγούδι του αγαπημένου Μάνου Λοίζου, που είμαι σίγουρος ότι θα χαιρόταν πολύ να άκουγε και αυτός τον Μπέρτολτ να τραγουδά. Για τον λόγο αυτό επισυνάπτω ένα μικρό μουσικό ντοκουμέντο με τον ίδιο τον Μπρεχτ να τραγουδά από την «Όπερα της πεντάρας», μουσικό έργο που συνέθεσε ο Κουρτ Βάιλ και λιμπρέτο που έγραψε αυτός, το μουσικό κομμάτι με τον τίτλο «Η μπαλάντα του Μακίθ». Καλή σας ακρόαση.
Advertisement
Advertisement