Ο Οδυσσέας έκλεψε στα ζάρια
Ω! Μύθοι πλάνοι, σέρνεστε διαδίδοντας ψέματα ανά τους αιώνες.
Ω! Μύθοι, μιλήστε επιτέλους μ’ αλήθεια.
Φωνάξτε για μια φορά έστω, πως ο Οδυσσέας δεν ήταν παρά ένας κοινός απατεωνίσκος.
Ο Οδυσσέας κέρδισε χωρίς να δώσει μάχη. Ο Οδυσσέας νικητής αλλά δειλός. Ο Οδυσσέας έκλεψε στα ζάρια, ποτέ δεν άκουσε το τραγούδι των Σειρήνων. Έβαλε κι αυτός κερί στ’ αυτιά του, όμοιο με του πληρώματος. Ύστερα ζήτησε να τον εδέσουν στο κατάρτι τάχα πως ακούει. Κι έπειτα γύρεψε διπλό συρματόπλεγμα ο άτολμος.
Ο Οδυσσέας ποτέ δεν άκουσε τίποτα. Κι ύστερα, έπαθλο για το «κατόρθωμά» του, γύρεψε την αιώνια σιγή των Σειρήνων.
Ω! Ιστορία ξεπουλημένη που τα γράφεις όπως τα γυρεύει ο νικητής.
Πόρνες οι Σειρήνες ε; Καλούσαν οι Σειρήνες στο χαμό και την καταστροφή τάχα!
Ναϊάδες οι Σειρήνες μωρέ, κόρες του Αχελώου, πλάσματα με φτερά. Πώς άραγε πλάσματα με φτερά είναι ποτέ δυνατό να καλούν σε συντριβή; Έτσι σας είπε ο Οδυσσέας ο χέστης, έτσι το γράψατε.
Ήρωας ο Οδυσσέας, πουτάνες οι Σειρήνες. Τις σώπασε ο πολυμήχανος δειλός. Αυτές που έκαναν έκκληση μόνο στην ανθρώπινη ψυχή. Αυτές που δε γύρεψαν δικό τους τίποτα, μόνο να δώσουν φτερά στ’ όμορφο. Λίγη αθανασία, στα όνειρα. Πουτάνες είπε, πουτάνες γράφτηκε τέλος.
Αυτά είπε κι ακόμα τα ίδια λέει ο «πολυμήχανος», που αναρωτιέται στα κρυφά για ‘κείνο το τραγούδι που ποτέ του δεν άκουσε.
Πότε – πότε σαν συναντιούνται στο μανάβικο του Αντώνη και πιάνει αυτός να λέει για μια παλιά του «τσούλα» κι ο Ερωτόκριτος για την προϊσταμένη του στο ΙΚΑ, ξεκινά κι ο Οδυσσέας τα παραμύθια του απ’ τα παλιά για ‘κείνο το μαγευτικό τραγούδι των Σειρήνων που τάχα αυτός άκουσε, κι ορκίζεται πως θύμιζε τον «Ηλεκτρικό Θησέα» που παίζει αραιά πια, το μπαρ με την ξερολιθιά, ίσια απέναντι στο μανάβικο.
Κι είναι το μόνο που θυμάται λέει ο Οδυσσέας απ’ αυτή την ξεδιάντροπα παραποιημένη ιστορία. Κι ο Ερωτόκριτος κοίτα με νόημα τον Αντώνη, γιατί κι οι δυο γνωρίζουν για το ψέμα, αφού ήταν εκεί. Μέλη του πληρώματος κι αυτοί, όλοι με κερί στ’ αυτιά, μα δε μιλούν.
Και τι άραγε να πουν;
Αφού ούτε τσούλα ήταν εκείνη που έμπλεξε στα νιάτα του ο Αντώνης, ούτε η προϊσταμένη στο ΙΚΑ είχε βαθύ ντεκολτέ και δεν την έπεσε ποτέ στον Ερωτόκριτο.
Χαμηλώνουν μόνο τα μάτια, βάζουν μια ρακή ακόμα, κλείνουν την πόρτα του ολόχρυσου κλουβιού τους και κατεβάζουν τα ρολά στο μανάβικο.
Βλέπεις ακόμα και μετά από τόσα χρόνια φοβούνται, μη και σπάσουν οι Σειρήνες τη σιωπή τους.