«Σοφία» – Ο θυμός κι η βεβαιότητα του θυμού
«Σοφία» (Sofia)
Γαλλία, Κατάρ, 2018
Σκηνοθεσία και σενάριο: Μεριέμ Μπενμπαρέκ
Πρωταγωνιστούν: Μαχά Αλεμί, Λούμπνα Αζαμπάλ, Σάρα Πέρλε
Τι είναι αυτό που λείπει από την οργή μας και καίγεται περήφανα εντός μας χωρίς να περισσεύει κάτι πια για να εκφραστεί, να εξωτερικευθεί και να συναντηθεί με την οργή των άλλων για την καταπίεση που βιώνουν τόσοι και τόσοι άνθρωποι μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκαν γυναίκες, επειδή το χρώμα της επιδερμίδας τους δεν είναι το πιο συχνό εκεί που ζουν, επειδή προτιμάνε ερωτικά ανθρώπους του ίδιου φύλου, μόνο και μόνο επειδή διαφέρουν από τους πολλούς; Πως αυτός ο θυμός μας που τροφοδοτείται από εκείνη τη φυσική αίσθηση δικαίου που υπάρχει μέσα μας, περιορίζεται πια στο να ικανοποιεί κυρίως την ανάγκη μας να επιβεβαιώνουμε ότι δεν έχει χαθεί ακόμα, θυμώνοντας περισσότερο αντανακλαστικά, με μια ανακουφιστική βεβαιότητα ότι μπορούμε να θυμώνουμε ακόμα;
Η 35χρονη Μαροκινή σκηνοθέτιδα Μεριέμ Μπενμ’Μπαρέκ-Αλοϊζί, στην ταινία της «Σοφία», μας μεταδίδει ότι αυτό που λείπει από την οργή μας για τις κοινωνικές ανισότητες, είναι η πίκρα, ο πόνος για όλα αυτά που συμβαίνουν- κι ας μην συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας παρά σε κάποιο μακρινό μέρος της γης. Λείπει η συνειδητοποίηση ότι όσο μακριά μας κι συμβαίνουν, και πάλι μας αφορούν άμεσα.
Λένε ότι κουβαλάμε σαν βάρος όλη αυτήν τη δυστυχία που έχει καταγραφεί για χιλιετίες στην ασυνείδητη συλλογική ανθρώπινη μνήμη. Νιώθεις στα 80 λεπτά που διαρκεί η ταινία της ότι μας κάνει κάτι σαν μια ένεση που η ουσία της διαχέεται αργά μέσα μας. Τα δάκρυα μιας νέας γυναίκας σε μια μεγαλούπολη του Μαρόκου, γόνος ευκατάστατης οικογένειας, που αρνείται να πιστέψει ότι είναι έγκυος κι ας έχει διακοπεί η περίοδός της κι ας μεγαλώνει η κοιλιά της, που δεν μπορεί να βρει κλινική για να γεννήσει κρυφά από τους γονείς της γιατί είναι ανύπαντρη κι οι νόμοι τιμωρούν με φυλάκιση την ερωτική επαφή ανάμεσα σε ανύπαντρους ανθρώπους, τα δάκρυά της γίνονται και δικά μας. Όμως τα δάκρυα δεν λυτρώνουν πια παρά καταγράφονται σαν μια δυσάρεστη εμπειρία που πρέπει ν’αποφεύγουμε από δω και πέρα. Κι αυτή η νέα γυναίκα, αυτό που επιθυμεί, είναι να επανενταχθεί σ’αυτήν την άρρωστη κοινωνία που επιθυμεί το στιγματισμό της και την τιμωρία της για την ορμή των νιάτων της και γι’ αυτό, της είναι απαραίτητος ένας γάμος- και γι’αυτό είναι απαραίτητο να βρεθεί ένας διαθέσιμος άντρας κι ας μην είναι αυτός ο πατέρας του παιδιού. Και γι’αυτό, είναι απαραίτητο να μην σ’ ενδιαφέρει άλλο πια ν’αγαπάς. Ούτε τον εαυτό σου, ούτε το παιδί σου, ούτε το σύζυγό σου ούτε αυτούς που θέλουν να σε βοηθήσουν.
Όλα συνηθίζονται, το να είσαι κάποιος άλλος συνηθίζεται, το να εκπαιδεύεται το παιδί ήδη από μωρό στο να δικαιολογεί τις πράξεις των γονιών του αφού για όλα επαναλαμβάνεται ώστε να εμπεδωθεί, ότι γίνονται στο όνομα της αγάπης τους χωρίς να είναι αναγκαίο να νιώθεις αυτήν την αγάπη, κι αυτό μαθαίνεται και συνηθίζεται. Κι αυτό είναι το πιο υπόγεια βασανιστικό μέρος της ταινίας, ένας πικρός διαλογισμός, ο θυμός μας συνδέεται ξανά με τις ρίζες του μέσα μας, σαν να κοιταζόμαστε σ’έναν καθρέφτη που όλο και ξεθαμπώνει: η ταινία μας βάζει σε μια διαδικασία ν’αναρωτιόμαστε τι θα κάναμε εμείς στη θέση όλων αυτών των ανθρώπων, της νέας γυναίκας και των δικών της ανθρώπων που έχουν να χάσουν τόσα πολλά από τα κεκτημένα τους, τη φήμη τους, την τιμή τους, τις ήδη κλεισμένες οικονομικές συμφωνίες, το καθαρό τους θρησκευτικό και κοινωνικό μητρώο.
Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, η Μεριέμ Μπενμ’Μπαρέκ-Αλοϊζί μας δείχνει τις γυναίκες να έχουν υποταχθεί ολότελα και να έχουν εσωτερικεύσει βαθιά την πατριαρχική νοοτροπία, έχοντας γίνει πια οι σύγχρονοι θεματοφύλακές της ενώ οι άντρες μένουν στο παρασκήνιο έχοντας επιτελέσει τον ιστορικό τους ρόλο: έτσι λοιπόν κι αυτές αναπαράγουν την αντίληψη ότι ο νέος γίνεται αληθινά άντρας όταν επιδιώκει όλο και περισσότερο χρήματα με κάθε τρόπο με το πρόσχημα να προσφέρει την καλύτερη δυνατή ζωή στην οικογένειά του, έτσι λοιπόν κι αυτές διδάσκουν στις κόρες τους, μ’έναν εξαιρετικά τεκμηριωμένο λόγο, ότι η αγάπη παρέρχεται αλλά ο γάμος μένει, έτσι λοιπόν κι αυτές κόβουν και ράβουν τη χρονική σειρά των γεγονότων ώστε η γειτονιά, το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, να πιστέψουν ότι το παιδί γεννήθηκε μετά το γάμο. Ή θα τολμήσεις να χάσεις ή θα δικαιολογήσεις εξορθολογισμένα την υποταγή σου. Συμβαίνει συνήθως το δεύτερο.
Παράδοξο, όσο πιο ξέφρενος ο χορός κι ο ήχος των γέλιων στο γλέντι του γάμου, τόσο πιο μικρή η χαρά στα πρόσωπα των νεόνυμφων και των συγγενών τους. Σημασία έχει τι θέλεις να βλέπουν οι άλλοι σε σένα. Παράδοξο, μια γυναίκα να μας δείχνει γυναίκες να μηχανορραφούν κι άντρες άβουλα ν’ακολουθούν. Παράδοξο, οι κατώτερες κοινωνικά κι οικονομικά τάξεις, να είναι εξίσου ψυχολογικά άρρωστες με τις ανώτερες τάξεις αντί να επωάζεται σ’αυτές η αντίδραση κι η επιθυμία της ανατροπής της σκληρής πραγματικότητας που βιώνουν καθημερινά. Όλοι έχουν χάσει τους εαυτούς τους την ίδια ώρα που πιστεύουν με βεβαιότητα ότι αυτά που επιθυμούν από τη ζωή, είναι οι πιο αληθινές τους επιθυμίες. Σε τέτοιες κρυφές από τους ίδιους τους τούς εαυτούς ψυχολογικές αποκρύψεις, μια απελπισμένη προσπάθεια ν’αναπνεύσεις φρέσκο αέρα μπορεί και να είναι το να επιθυμείς να κάνεις σεξ με μια πόρνη πολυτελείας χωρίς να σε νοιάζει ότι αυτά τα λεφτά που θα ξοδέψεις, είναι τόσα πολλά που θα σου χρησίμευαν για τη νέα σου κοινωνική εικόνα σαν οικογενειάρχης κι ανερχόμενος επαγγελματίας.
Παράδοξο, να εκφράζουμε τόσο θυμό γιατί οι άνθρωποι αναγκάζονται να υποδύονται ρόλους στη ζωή τους κι αυτός ο θυμός μας να γίνεται ο δικός μας υπέρτατος ρόλος.