Telegraph Road
Το παρακάτω κειμενάκι έχει μία ιδιαιτερότητα. Θα πρότεινα να διαβαστεί από τους πιθανούς και «απίθανους» αναγνώστες του, αφού πρώτα κάνουν κλικ στο ομώνυμο μουσικό κομμάτι των Dire Straits, και με την μουσική συνοδεία του οποίου θα προχωρήσουν στην παράλληλη ανάγνωσή του.
Advertisement
[wc_divider style=”solid” line=”double” margin_top=”” margin_bottom=””]
Του άρεσε να κοιτάζει προς τα πίσω. Ναι, καμιά φορά θυμόταν τα παλιά. Μόνον όμως όταν δεν ένοιωθε καλά με το παρόν που ζούσε. Γνώριζε ότι κάτι μέσα του, σαν να είχε στραγγαλιστεί, σαν, μάλλον καλύτερα, να έχει στραμπουληχτεί. Και να έχει πρηστεί.
Να έχει πρηστεί τόσο που να πονά. Να πονά εσωτερικά, να καίγεται από αυτόν τον πόνο βαθιά μέσα στις ίνες των συναισθηματικών του μυών και των πνευματικών του τενόντων. Ένας πόνος τέτοιας ποιότητας και τέτοιας δύναμης, που δεν μπορούσε να κατευναστεί ούτε από ηρωικές ουσίες, ούτε από καλοποτισμένα θαμνάκια, ούτε από κοκτέιλ οινοπνευματοδών μολότωφ, ούτε καν από μια αποστειρωμένη και καθόλα γεμάτη σύριγγα με αυτό το τόσο καταπληκτικά ταξιδευτικό, καθαρό και γεμάτο «Λαιστρυγόνες και Σειρήνες και Κίρκες», θαυματουργά θανατικό άσπρο υγρό.
Advertisement
Κατανοούσε ότι με τον τρόπο που δρούσε και αντιδρούσε δημιουργούσε προβλήματα στις ζωές των συγκατοίκων του, των συμμάχων του, των ελάχιστων πραγματικών του φίλων, των δικών του, τέλος πάντων ανθρώπων.
Η αλήθεια του, ή καλύτερα ο θυμός του δεν συγκρατιούνταν. Οι διενέξεις και οι συγκρούσεις ήταν τότε το καθημερινό του μενού. Η «συγγνώμη» σαν μια από τις πιθανές λύσεις είχε χάσει πια την αξία της, απλά γιατί είχε επιλεγεί και ειπωθεί πολλές φορές.
Advertisement
Αποφάσισε ότι δεν ήθελε να ζει άλλο με συμβάσεις. Ένοιωθε ότι η ζωή του, τα χρόνια είχαν περάσει τόσο, μα τόσο γρήγορα που δεν είχε καν προλάβει να τα ζήσει. Να τα ευχαριστηθεί.
Και τώρα; Τώρα; Δεν είχε πολλές επιλογές. Είχε μάλλον μόνον μια. Η επιλογή του «συγγνώμη», δεν υπήρχε πια. Μοναδική του επιλογή να πράξει πια αυτό που πραγματικά ήθελε, αυτό που οραματιζόταν.
Έτσι ένα ζεστό απόγευμα ενός Απρίλη, σε μια βόλτα με το μαυροκόκκινο ποδήλατό του, σταμάτησε σε ένα σταυροδρόμι, έξω από τα περίχωρα της πόλης που ζούσε. Κοίταξε στην άκρη του επαρχιακού δρόμου τις ξύλινες κολώνες του τηλεφώνου. Έρχονταν από πίσω, κάπου από μακριά και συνέχιζαν μπροστά, επίσης πηγαίνοντας κάπου μακριά.
Advertisement
Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι και μόνον το γεγονός ότι και αυτός ο ίδιος ήταν σαν μια τέτοια τηλεφωνική κολώνα που μετέφερε τα «μηνύματα» από τις προγενέστερες γενιές του, στις επόμενες, θα του έδινε ίσως την χρονική δυνατότητα να προσπαθήσει, να αγαπήσει περισσότερο αυτόν τον τόσο βαθύ και οξύ πόνο του.
Και τότε κατανόησε ότι πολλά από αυτά τα «μηνύματα» που μετέφερε είχαν μέσα τους επίσης πολύ πόνο και θυμό. Πόνο όμως και θυμό που δεν ήταν δικός του. Άνηκαν στους προγενέστερους και αυτός τα μετέφερε στους επόμενους.
Αποφάσισε να διαχωρίσει τι ήταν δικό του και τι όχι.
Ανέβηκε στο μαυροκόκκινο ποδήλατό του και αφού σιγουρεύτηκε ότι το γεμάτο εξάσφαιρο των 11 mm Smith and Wesson, είχε πέσει βαθιά στον επαρχιακό υπόνομο των όμβριων υδάτων, συνέχισε να ποδηλατεί με μεγάλη χαρά ανυπομονησία αλλά και περιέργεια θέλοντας να ανακαλύψει μέχρι που έφταναν, μπροστά, οι κολώνες του τηλεφώνου, αλλά και τι άλλα πιθανόν «μηνύματα» να μετέφεραν.
Advertisement
Advertisement