Το μπέρδεμα του τζατζικιού με το τζιτζίκι
Τα σουβλάκια είναι το παράνομο πάθος του καλοκαιριού, η άρση της κανονικότητας «ύπνος στις δέκα», η αρπαγή της ωραίας πατάτας που προεξέχει, η έκρηξη χαράς στην πρώτη επιγραφή «ΣΟΥΒΛΑΚΙ» που θα εντοπίσει σαν νηστικό αρκούδι το μάτι, η λιγούρα του ψήστη που θα πρέπει πάντα να περιμένει και η ψυχική καρτερία για την οποία πρέπει κάποτε να βραβευτεί, το περιποιημένο στρίφωμα του χαρτιού από κάποιον βιρτουόζο τυλιχτή που ποτέ κανείς δεν συγχαίρει, η μικρή αφορμή για τη βάσανο της παιδικής χαράς και τα τραπεζώματα που ακολουθούν κάτω από κάποιον πλάτανο με φωτάκια, το μπέρδεμα του τζατζικιού με το τζιτζίκι στο στόμα, ένα κραγιόν από κέτσαπ στα χείλη που κανείς δεν κοροϊδεύει κι ας σου έχει ξεφύγει πολύ, ένα μεγάλο χέρι να ταΐζει ένα μικρό κι ένα μικρό να ταΐζει ένα μεγάλο, η χαρά της τσίκνας που θυμίζει πανηγύρι και κάθε μέρα γιορτή ακόμη και αν ο τοπικός άγιος γιορτάζει μία φορά τον χρόνο, η γλυκιά οσμή του λυκίσκου που μυρίζεις στην ατμόσφαιρα όταν κάθεσαι κοντά στον πατέρα και εσύ είσαι ακόμα παιδί κι απαγορεύεται το αλκοόλ αφού προς το παρόν εσύ έχεις υπογράψει συμβόλαιο με τη fanta, το λεμόνι που μαθαίνει κολύμπι σε μπουκίτσες από ψωμί, το παντρολόγημα της σχάρας με το φρέσκο κρέας και η απότομη βιασύνη να σκίσεις το χαρτί κάθε πρώτη νύχτα παραγγελίας, τα σουβλάκια είναι ένα αλλιώτικο μπουκέτο λουλουδιών που δίνεις σε έναν άνθρωπο που αγαπάς να φάει και να ευτυχήσει.