Για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες ή πως η προσφυγιά αναδιατάσσει το πεδίο του κοινωνικού
«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη. Διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. Α όταν έκτιζαν τα τείχη πως να μην προσέξω. Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω». (Κωνσταντίνος Καβάφης, «Τείχη»)
Η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και τους μετανάστες πλέον αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της προσίδιας δράσης του αντιφασιστικού κινήματος. Και σε πολλές γωνιές της χώρας η δράση υπέρ των προσφύγων διαμόρφωσε τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ανάδυση και την αποκρυστάλλωση ενός διάχυτου «αντιφασιστικού ανθρωπισμού», που ως άξονας και ως στρατηγική εμπεριέχει την διάσταση της συμπερίληψης και της συναντίληψης.
Οι πρόσφυγες, διασχίζουν τα σύνορα, υπερβαίνουν διαχωριστικές γραμμές, ανασημασιοδοτούν τον «χώρο» και τον «χρόνο», παράγουν από μόνοι τους πολιτικά «συμβάντα». Οι επάλληλες κρίσεις που διαπερνούν κάθετα και οριζόντια την ελληνική χωροχρονική καπιταλιστική «μήτρα» συμπυκνώνονται στην ίδια την παρουσία των προσφύγων και μεταναστών στη χώρα, στην ιδιότυπη μετατόπιση κρισιακής ενέργειας προς το πεδίο του κοινωνικού. Αυτό το ιδιότυπο «καθεστώς» κρισιακής σύγκλισης αναδιαμορφώνει το πεδίο και τον «χώρο» δράσης των κοινωνικών τάξεων. Η εισπήδηση των προσφύγων και των μεταναστών στο ευρύτερο πλέγμα αναπαραγωγής ενός δεδομένου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού «απενεργοποιεί» εκείνες τις νόρμες που ταυτίζονται και προσομοιάζουν με την αντίληψη που θεωρεί τις κυριαρχούμενες τάξεις ως φορείς διαμεσολάβησης της θέλησης και της συναίνεσης που επιβάλλουν οι «από πάνω».
Το ενεργό και ταξικό απόθεμα αλληλεγγύης διαπλέκεται και συγκρούεται με την αφαιρετική και αναγωγική πρόσληψη των μεταναστών και των προσφύγων ως φθηνού εργατικού δυναμικού, έτοιμου προς αξιοποίηση από το άρχον αστικό συγκρότημα εξουσίας. Η κρίση εν Ελλάδι πορεύεται με την πολυποίκιλη κρίση που βιώνουν οι μετανάστες, που βιώνουν τα σώματα των μεταναστών. Και δεν θα πρέπει να ξεχνάμε το ότι τα σώματα των μεταναστών ενσωμάτωσαν την ίδια τη διαδικασία του εκφασισμού, διαμέσου της συστηματικής βίας που ασκούσε εναντίον τους το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής.
Μία βία [1] που ως οργανωμένη και ρυθμισμένη έκφανση της πολλαπλής κρίσης λειτούργησε ως κατοπτρικό είδωλο της νεοναζιστικής επιδίωξης για την σταθεροποίηση και εμβάθυνση μίας προσίδιας φυλετικής-εθνικής «καθαρότητας». Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες δεν νοούνται ως οι «ανεξάρτητες» μεταβλητές μίας αέναης σταθερότητας. Αντιθέτως, φέρνουν μαζί τους ένα συγκεκριμένο γνωσιακό-πολιτισμικό κεφάλαιο, την ίδια στιγμή που η πλειοψηφία τους έχει ήδη διασχίσει το σημείο-μηδέν της μετασχηματιζόμενης ταξικότητας: πολλοί πρόσφυγες και μετανάστες φεύγουν από τις χώρες τους έχοντας ήδη απωλέσει το κοινωνικό τους κεφάλαιο, κάποιοι άλλοι μπόρεσαν να φέρουν μαζί τους συγκεκριμένα χρηματικά-περιουσιακά αποθέματα. Η είσοδός του στη «νέα» χώρα σηματοδοτεί και ισοδυναμεί με την έκφραση μίας ταξικότητας, που εκκινεί από το σημείο-μηδέν της «εισόδου» σε μία νέα ιστορικότητα βάθους, εκεί όπου συντελείται η αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Πραγματικά, η ανασήμανση της ταξικότητας εμπεριέχει το στοιχείο της «εδαφικοποίησης» της πλειοψηφίας τους στο μπλοκ των λαϊκών-υποτελών τάξεων. Για αυτό το λόγο είναι “conditio sine qua non” η έκφραση ταξικής αλληλεγγύης, η ενσωμάτωση των μεταναστών στο οργανωμένο ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, κάτι που δύναται να προσδώσει μία νέα δυναμική στους φορείς κοινωνικής εκπροσώπησης και συνάρθρωσης συμφερόντων.
Οι θρυμματισμένες και συνάμα ενοποιημένες «κρίσεις» των προσφύγων και των μεταναστών, συναντούν το λαϊκό-εργατικό πεδίο και στοιχείο της κρίσης εν Ελλάδι: η κάθε αυτόνομη κρισιακή ιστορία του πρόσφυγα, ενσωματώνεται στην κρίση αναπαραγωγής που «ενδημεί» στον πυρήνα του λαϊκού-εργατικού μπλοκ. Με αυτούς τους όρους, παράγεται μία έντονα βιωμένη «κρισιακή» ιστορικότητα, η οποία και εκκινεί από το μικρό-πεδίο της ατομικότητας για να καταλήξει στο μάκρο-πεδίο της ενθυλάκωσης της κεφαλαιοκρατικής κρίσης στο εσωτερικό ενός κοινωνικού μπλοκ, το οποίο ακριβώς την διαμεσολαβεί ως κατάσταση εξαίρεσης από αυτό που ορίζεται ως ‘απρόσκοπτη και ομαλή νόρμα’ του βίου.
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, η έλευση των προσφύγων και των μεταναστών, μεταβάλλει το «πεδίο» της βιωμένης κανονικότητας των καπιταλιστικών μητροπόλεων, χαράζοντας τις όψεις μίας λανθάνουσας συγκρότησης ενός «νέου» αστικού πόλου. Με άλλα λόγια διατυπωμένο, επιτελείται η διαδικασία της συγκρότησης μίας πόλης μέσα στην πόλη, μίας πόλης που φέρει εν σπέρματι την πολυσημία, τις ταυτοτικές συγκλίσεις και έναν νέο «βιόκοσμο».
Οι επάλληλες κρισιακές στοιχίσεις, μετασχηματιζόμενες σε δράση δύνανται να προκαλέσουν κοινωνικές εγκάρσιες τομές, ρηγματώσεις στην κρατική διαχείριση της κρίσης. Η διακηρυγμένη δράση δύναται να επιφέρει, τα, κατά τον Νίκο Πουλαντζά, «κατάλληλα αποτελέσματα». Για αυτό είναι άκρως απαραίτητη η έκφραση της ταξικής αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και τους μετανάστες οι οποίοι, διασχίζοντας τα σύνορα παράγουν τους όρους μίας νέας «συνάντησης» ατόμων και ιστοριών.
[1] Η ίδια η κρατική-κατασταλτική βία συνέκλινε ως τομή πάνω στα σώματα των μεταναστών.