Η απόλαυση της κολοκύθας!

Το πρώτο Σάββατο κάθε Οκτώβρη δεν το πολυαγαπώ. Είναι πραγματικό φθινόπωρο. Το δεύτερο όμως το λατρεύω. Γιατί πηγαίνω στη Λαϊκή της γειτονιάς μου για να πάρω τα στολιστικά μου: Αγιοδημητριάτικα χρυσάνθεμα, άγουρα ρόδια με ωραίο χρώμα εξωτερικά και κυρίως τις κούκλες του φθινοπώρου.
Ψάχνω στα γήινα χρώματά τους να βρω το πορτοκαλί που θα ζεσταίνει το βλέμμα μου όταν θα ακουμπά πάνω τους τα κρύα βράδια του χειμώνα. Θαυμάζω τις πιο μπεζ, στο χρώμα της σάρκας. Εκείνες με τον ψηλό λαιμό. Ψάχνω με το βλέμμα μου τις καμπύλες τους. Και πηγαίνω στους πάγκους που είναι στον ήλιο.
Κλείσε τα μάτια και φαντάσου…
Πάγκοι γεμάτοι κολοκύθες που ο φθινοπωρινός ήλιος χαϊδεύει τρυφερά. Εσύ πλησιάζεις. Η ματιά σου μαγνητίζεται από τα χρώματα και τις καμπύλες τους. Ακουμπάς απαλά τα ακροδάχτυλά σου και νιώθεις σχεδόν την ίδια θέρμη που νιώθεις ακουμπώντας το δέρμα της αγαπημένης σου. Τα αφήνεις να συρθούν αργά και έτσι όπως ανοίγουν, νιώθεις το κέντρο της παλάμης σου να γεμίζει πάνω στην καμπύλη της. Και εκεί μένεις ακίνητος. Και αναπνέεις βαθειά από την παλάμη σου την αίσθηση της ολότητας που μόνο μια ζεστή καμπύλη σου δίνει. Δεν είναι τέλειες ποτέ. Δεν έχουν απόλυτη συμμετρία. Αλλά είναι εκεί. Αληθινές και γήινες. Ζεστές και έτοιμες να σε ικανοποιήσουν. Με την αίσθησή τους, με το χρώμα τους, με τις στρογγυλάδες τους.
Το λάθος που έκανα για πολλά χρόνια ήταν ότι εκεί σταματούσε για μένα η απόλαυση της κολοκύθας. Ικανοποιούσε μόνο τις δύο αισθήσεις μου. Την όραση και την αφή. Είχα δοκιμάσει μια φορά μια κολοκυθόπιτα και με είχε αφήσει αδιάφορη. Είχε μια ελαφριά γλυκάδα και τίποτε άλλο.
Μέχρι που γνώρισα έναν έρωτα που λάτρευε την κολοκύθα. Μάγειρας και κείνος, μου μιλούσε για την υφή της σάρκας της και τις δυνατότητες της γεύσης της με λαχτάρα. Μου μιλούσε για μπαχαρικά που της πάνε όταν την έκοβε κυδωνάτα και την έψηνε στο φούρνο αντί για πατάτες ως συνοδευτικό δίπλα σε μέτρια ψημένα φιλέτα. Άκουγα την ανάσα του να βαθαίνει όταν μου μιλούσε για κολοκυθόσουπα βελουτέ με δενδρολίβανο και μια κουταλιά χτυπημένης κρέμας στην κορυφή.
Έτσι κι εγώ, αποφάσισα να του γεμίσω μια κολοκύθα. Γιατί και η γεύση και ο έρωτας στο υπογάστριο κατοικούν…
Πέρασα ώρα για να τη διαλέξω. Ήθελα να είναι μικρή, αλλά ολοστρόγγυλη. Ήθελα τέλειες καμπύλες και λίγο επίπεδη επιφάνεια για να μπορέσω να κόψω όμορφα το καπάκι. Αφαίρεσα τα σπόρια, τα οποία έβαλα σε ένα ταψάκι με γλυκιά πάπρικα, λίγο κάρυ και στάλες από χυμό λεμονιού. Για 15 λεπτά σε ζεστό φούρνο. Ο νοστιμότερος πασατέμπος που είχα φάει έως τότε. Με ένα κουτάλι έσκαψα την σάρκα και την άδειασα. Την έβαλα σε σακουλάκια στο ψυγείο. Θα του ζητούσα να κάνει την σούπα για μένα μεθαύριο. Με τρέλλαινε να τον βλέπω να μαγειρεύει έτσι κι αλλιώς…
Σώταρα πολλά φρέσκα κρεμμυδάκια. Μόλις γίναν όπως τα ήθελα, πρόσθεσα μοσχαρίσιο κιμά να τσιγαριστεί μαζί τους. Το έσβησα με μια κούπα ξηρό κόκκινο κρασί και έβαλα στην κατσαρόλα μου ένα ματσάκι ψιλοκομένο άνιθο μισή κούπα ρύζι και μισή κούπα ξινόχοντρο τραχανά. Αλάτι, και αρκετό μαύρο πιπέρι. Χοντροσπασμένο. Μόλις ψήθηκε τόσο ώστε να έχει ακόμα υγρά και τα δημητριακά να έχουν παραμείνει μισοβρασμένα το κατέβασα από τη φωτιά, και έριξα στην κατσαρόλα δυο κούπες κομματάκια φέτας. Γέμισα με αυτό το μείγμα την κολοκύθα. Έκλεισα το καπάκι και το στερέωσα με οδοντογλυφίδες για να μείνει σταθερό.
Έψησα την κολοκύθα μου στους 180 βαθμούς για 45 λεπτά περίπου. Τσέκαρα με μια οδοντογλυφίδα ότι είχε μαλακώσει η σάρκα της και την έβγαλα από τον φούρνο. Η μυρωδιά της με εξέπληξε. Ένιωσα το σώμα μου να ανταποκρίνεται με έντονη την επιθυμία να τη δοκιμάσω εκείνη τη στιγμή, καυτή όπως ήταν από τον φούρνο. Φοβόμουν όμως μην χαλάσω την τελειότητα του σχήματός της πριν έρθει εκείνος και τη δει κι έτσι την έβαλα πίσω στον φούρνο, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη για να μη μου τη στεγνώσει η θερμόκρασία του.
Μου τηλεφώνησε από το δρόμο ότι φτάνει σε δέκα λεπτά. Είχα στρώσει ένα τραπέζι φθινοπωρινό, με ρόδια και μικρούλες κολοκύθες στις γωνίες και ένα μπουκέτο πορτοκαλί χρυσάνθεμα σε ένα ολοστρόγγυλο βάζο. Έβγαλα γρήγορα την κολοκύθα από τον φούρνο, την έβαλα σε μια πιατέλα και τον περίμενα στην πόρτα. Το σπιτι μοσχομύριζε.
Η ματιά του πέρασε γρήγορα από πάνω μου και σταμάτησε στο τραπέζι. Είδα στα μάτια του την ικανοποίηση και την σκανταλιά όταν μου έλεγε «Ελπίζω να μην έχεις κάνει και επιδόρπιο. Γιατί μετά το φαγητό θα φάμε ρόδια. Τα οποία θα σπάσουμε με τα χέρια…»
α.
Επιστολές γραµµένες στον πάγκο της κουζίνας…
7 Οκτώβρη του 11