Η τάξη του χάους
Από µικρή της έλεγαν να βάλει µια τάξη. Να προσέχει πως ντύνεται, πως µιλάει, πως περπατάει, πως αναπνέει. Της έλεγαν να χτενίζει τα µακριά µαλλιά της σαν καλό κορίτσι και οι µύτες των παπουτσιών της να είναι αστραφτερές. Κι αυτή τους κοίταζε µε τα µεγάλα µάτια της και έσφιγγε το στόµα.
Μεγαλώνοντας, έντυνε όλα της τα τετράδια µε πλαστικό κάλυµµα, και τα µολύβια της είχαν πάντα µύτη κοφτερή. Κι αργότερα, στον έλεγχο όλα τα κουτάκια έγραφαν είκοσι, γιατί έτσι έδειχνε πιο όµορφα η καρτέλα.
Μα κάπως σαν να τη στένευε όλη αυτή η τάξη. Σαν να ήταν µια µακρινή φίλη γι’ αυτή.
Κάθισε µε βιασύνη στην καρέκλα, έστρωσε την ποδιά πάνω της δυο φορές και άφησε τον εαυτό της να παρακολουθήσει µε ανακούφιση τις τρίχες που έπεφταν στο πάτωµα. Σαν να της έφυγε ένα βάρος. Στο σπίτι, µπροστά στον καθρέφτη, έσκισε το µηχανογραφικό χαµογελώντας και φρόντισε να ξεχάσει τα κλειδιά πάνω στην πόρτα που έκλεινε φεύγοντας.