Λαβωμένα όνειρα
Μια στιγμή ήταν αρκετή για εκείνους.
Κατέβηκαν στην πλατεία και αντάμωσαν γνώριμα πρόσωπα, είχε σουρουπώσει και οι φωνές ενώθηκαν, χαράζοντας τον ουρανό.
Διεκδικούσαν όνειρα μπερδεμένα με ελευθερία και δάκρυα, τεχνητά δάκρυα και δρόμους που οδηγούσαν σε αδιέξοδα.
Ακούστηκαν παιδικές φωνές και τα μάτια πόνεσαν, οι λέξεις ράγιζαν και μπορούσες να ακούσεις να σπάζουν.
Επιτίθενται στα όνειρα μα πώς να λαβώσεις τα όνειρα;
Έτρεχαν να γλιτώσουν πληγές και ανάσες. Πόσες ανάσες να ξοδέψεις όταν σου λιγοστεύουν το οξυγόνο;
Έσπαζε ο κλοιός και η νύχτα φόρεσε τα καλά της, κατευθύνθηκαν πάλι στην πλατεία και μετρήθηκαν με το νου, ο Βασίλης και η Μαρία, ο Πέτρος και ο Γιώργος.
Ήταν όλοι εκεί με μάτια από φωτιά και όνειρα που άντεχαν κι άλλες μάχες.
Θα κατηφόριζαν το μεγάλο δρόμο προς το λιμάνι. Κάποιοι έβγαλαν κιθάρες και κάποιοι άλλοι αγκαλιάστηκαν στο σκοτάδι.
Δεν υπήρχαν νικητές ή χαμένοι, μόνο όνειρα και ανάσες, συνθήματα και φωτιά…
Την επόμενη φορά κράτα μου το χέρι, μη φοβηθείς να παλέψεις για τα ιδανικά σου.
Συνάντησε με εκεί που ανταμώνουν τα όνειρα, θα ακούσεις τις φωνές στο δειλινό…