Στάσεις
Μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών
Δίπλα στην πόρτα άδειου βαγονιού
Ακίνητη σ’ έναν συρμό σταματημένο στην αφετηρία
Κουβαλάει τα όνειρα του μετανάστη.
Τα φάρμακα της μάνας του, πειρατικά cd
το σχολείο των παιδιών του, μαύρα γυαλιά ηλίου
το εισιτήριο του αδερφού του, ξυλόγλυπτα φεγγάρια
το δικαίωμα στην επιστροφή, μυγοσκοτώστρες κι αναπτήρες.
Ένας νταής φωνάζει κι απειλεί
«Εγώ κάνω κουμάντο εδώ ρε».
Δεν χωράνε τα όνειρά σου εδώ.
Στο βαγόνι, στην πόλη, στην ήπειρο ολόκληρη.
Κι ένα κορίτσι σηκώνεται απ’ τη θέση του
«Δικά μου είναι. Και η σακούλα και τα όνειρα.»
Ο νταής φεύγει, η πόρτα κλείνει, το βαγόνι ξεκινά.
Η μαύρη σακούλα δεν κινδυνεύει.
[wc_divider style=”dotted” line=”single” margin_top=”” margin_bottom=””]
*Στάση, η (θηλυκό):
1. το σταμάτημα.
2. το μέρος όπου σταματά ένα μέσο μαζικής μεταφοράς.
3. το κάθε μέρος ενός φιλμ όπου αποτυπώνεται το φως των φωτογραφιών.
4. ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κάποιος ένα ζήτημα.
5. εξέγερση απέναντι σε μια νόμιμη εξουσία, ανταρσία.
6. ο τρόπος με τον οποίο κάποιος κάθεται ή στέκεται ή γενικά κρατά το σώμα του.