Το σπίτι στην οδό Πατρίδας 33Α

Χτες το βράδυ ονειρεύτηκα. Μόνον που κοιμόμουν. Έχω πάψει τους τελευταίους μήνες να ονειρεύομαι ξυπνητός. Έτσι λοιπόν και χτες ονειρεύτηκα κάτι που νόμιζα ότι ήταν πραγματικό, αλλά δεν ήταν. Μάλλον δεν ήταν. Ακόμη βέβαια δεν είμαι σίγουρος.
Γι αυτό και γράφω. Συνήθως γράφω για να συνειδητοποιώ. Να κατανοώ δηλαδή τα όρια, τα σύνορα καλύτερα, μεταξύ πραγματικότητας και… καινούργιας πραγματικότητας. Αυτής της νέας πραγματικότητας που δυναμικά διαμορφώνεται και με μπερδεύει.Γιατί κάποια γεγονότα της μου θυμίζουν στιγμές εφιάλτη από τον οποίο με αγωνία ξυπνώ και ιδρωμένος υποφέρω από κράμπες στο κάτω μέρος της κοιλιάς μου.
Ονειρεύτηκα λοιπόν χθες βράδυ ότι βρισκόμουν σε έναν δρόμο. Ο δρόμος αυτός δεν είχε ούτε αρχή ούτε τέλος. Άλλοι δρόμοι δεν υπήρχαν παρά μονάχα αυτός. Είχα την αίσθηση ότι ο δρόμος αυτός ήταν η ζωή μου όλη, ότι ήμουν σε μια περιπέτεια ζωής, σε μια «on the road adventure». Όφειλα την ζωή μου στην ύπαρξη αυτού του δρόμου. Γεννήθηκα σε αυτόν και έζησα με τους γονείς μου σε ένα σπίτι πάνω στον δρόμο αυτό. Όλα τα σπίτια που έζησα πρέπει να ‘ταν πάνω σε αυτόν τον δρόμο. Μάταια προσπάθησα να ανακαλύψω το όνομα του. Δεν υπήρχε καμιά πινακίδα, αλλά ούτε και αυτοκίνητα. Δεξιά και αριστερά του, μπορούσα να δω ό,τι επιθυμούσα να δω.
Αυτό όμως που είχε ενδιαφέρον ήταν η ύπαρξη ανθρώπων, πολλών ανθρώπων που περπάταγαν μαζί με μένα τον δρόμο τούτο. Όλοι προς την ίδια κατεύθυνση. Και παρότι επρόκειτο για χιλιάδες ανθρώπους, είχα την αίσθηση ότι ήμουν εντελώς μονάχος. Και κάτι έψαχνα, όπως και οι άλλοι επίσης. Και περπάταγα. Και περπατάγαμε. Κάποιοι με προσπέρναγαν. Δεν με έβλεπαν, δεν με καταλάβαιναν. Σε μια στιγμή περπατά δίπλα μου μια οικογένεια με δυο μικρά παιδιά. Τα κοιτώ τα παιδιά στα μάτια και κείνα με κοιτούν επίσης. Δεν μιλάμε. Δεν χρειάζεται. Μου εξηγούν με την δύναμη του λόγου των ματιών τους ότι ψάχνουν το σπίτι τους. Κατανοώ τότε ότι και γω το σπίτι μου ψάχνω. Πάντα το σπίτι μου έψαχνα. Πάντα την πατρίδα μου αναζητούσα.
Κοιτάζοντας τότε στα αριστερά του δρόμου, βλέπω αυτό που επιθυμώ. Ένα σπίτι. Έχει μια μαύρη πόρτα και δίπλα δεξιά και πάνω μια φωτεινή επιγραφή με τα στοιχεία 33Α. Αυτό είναι το σπίτι, λέω. Αυτό είναι το σπίτι μου, το νέο σπίτι που θα μείνω. Στέκομαι έξω από την μαύρη πόρτα και την κοιτώ. Γυαλίζει και έχει χαμηλά την σχισμή του γραμματοκιβωτίου. Μία απορία με διαπερνά.
– Και σε ποιά διεύθυνση θα μου στέλνουν την αλληλογραφία;
Η απάντηση έρχεται αυτόματα από τα δυο παιδιά, από τα μαύρα, γυαλιστερά, κρυστάλλινα από έβενο μάτια τους.
– Οδός Πατρίδας 33Α, μου απαντούν παιχνιδιάρικα, σχεδόν κοροϊδευτικά.
Γυρνώ πίσω μου να τα δω. Έχουν εξαφανιστεί. Κόσμος όμως συνεχίζει να περπατά. Χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, περπατούν ψάχνοντας το νέο τους σπίτι, την νέα πατρίδα τους.
Αποφασίζω να ανοίξω την πόρτα και να μπω μέσα. Ανοίγω την πόρτα και ξυπνώ.
Ξυπνώ και αμέσως άρχισα να γράφω. Γράφω για να αποκωδικοποιήσω τα μηνύματα. Η ζωή μου όλη ένας δρόμος. Ο δρόμος που ενώνει όλες τις πατρίδες μου παλιές και νέες. Και στο δρόμο αυτό επάνω κι άλλοι συνοδοιπόροι. Ψάχνουν και αυτοί την νέα πατρίδα τους. Και ο δρόμος συνεχίζει και δεν τελειώνει. Συνεχίζει και χάνεται μέσα στο ημίφως της εκκωφαντικής σιωπής του σύμπαντος. Και μεις όλοι αστράκια που τρεμοσβήνουν, προσπαθώντας να φωτίσουμε τα ίχνη της νέας πατρίδας.