Φευγαλέα στιγμή
Το πήγαινε για βροχή. Οι ακτίνες του ήλιου εμφανίζονταν και χάνονταν μέσα από τα βιαστικά σύννεφα. Τον παρατηρούσα καθώς περπατούσε σκυφτός από το βάρος των χρόνων του, με βήματα αργά και σταθερά προς την πλατεία Πυροσβεστείου, φορώντας ένα γκρι ξεθωριασμένο πανωφόρι. Η πλατεία είναι μικρή, χωμένη μέσα σε πολυκατοικίες και πολύβουη από τον δρόμο της Κορίνθου, που περνά από την μία της πλευρά. Δεν ενδείκνυται για να κάτσει κάποιος να λιαστεί και να χαλαρώσει μέσα στο Χειμώνα. Αναρωτιόμουν λοιπόν, τι έκανε εκεί.
Στάθηκε καταμεσής της πλατείας και κοίταξε ψηλά, ψάχνοντας την ζεστασιά του λιγοστού ήλιου. Εντόπισε μια δέσμη φωτός και στάθηκε εκεί. Ψαχούλεψε τις τσέπες του και μετά από λίγα δευτερόλεπτα προέταξε την χούφτα του στον αέρα και περίμενε. Κατάλαβα ότι κρατούσε σπόρους. Δεν τους σκόρπισε όμως, απλά περίμενε εκεί με ανοιχτή τη χούφτα. Μετά από λίγο έκαναν την πρώτη δειλή επίσκεψη δύο περιστέρια. Προσγειώθηκαν στο χέρι του κι άρχισαν να τσιμπολογούν την τροφή. Εκείνος στεκόταν ατάραχος κάνοντας προφανώς μια διαδικασία που έχει κάνει πολλές φορές.
Έτσι, όπως οι λιγοστές ακτίνες του ήλιου χρύσιζαν τα άσπρα του μαλλιά, φαινόταν σαν πεφωτισμένος βιβλικός γέροντας. Σκεφτόμουν τη σοφία των χρόνων του και ταυτόχρονα τη μοναξιά που μπορεί να ένιωθε, αναζητώντας τη συντροφιά στους φτερωτούς φίλους του. Μπορεί και όχι. Μπορεί απλά να πήγαινε να συναντήσει τους φίλους του στο καφενείο ή να πήγαινε να αγοράσει ψωμί για το μεσημεριανό φαγητό με την κυρά του. Όπως και να ‘χε, φαινόταν χαρούμενος. Απλά απολάμβανε μια στιγμή της μέρας του. Τάιζε τα περιστέρια από την χούφτα του. Τα κοιτούσε και χαμογελούσε.
Κι εγώ χαμογελούσα, σκεφτόμενη πώς μια απλή φευγαλέα στιγμή ενός άλλου ανθρώπου, σε ένα μουντό πρωινό, μπορεί να σου φτιάξει τη διάθεση.