Ένα άσπρο άτι
Μπορεί και να έκλεινε τα εκατό, είχε ξεχάσει πια, όλο της έλεγε, αλλά εκείνη ξέχναγε, μα είχε περάσει πολέμους κι αυτή μαζί με τον ιδιοκτήτη της. Το αυτοκίνητο του, το καμάρι του, ο παππούς το έλεγε Μαρμάρω. Κι ήτανε σαν βγαλμένο απο ταινία. Άσπρο, γυαλιστερό, σαν περήφανο άλογο, με δερμάτινα καθίσματα και ένα ραδιόφωνο που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί.
Όταν μικρή έμπαινε στο αμάξι μαζί του, για να πάνε μέχρι το σούπερ μάρκετ ή μέχρι την παραλία για μπάνιο, τον έβλεπε να λάμπει πιάνοντας το τιμόνι και απορούσε πώς ο παππούς της είχε τόση δύναμη να στρίψει τέτοιο τιμόνι και περηφανευόταν. Ήταν παλιό αμάξι η Μαρμάρω, βαρύ και δύσκολο, μα ήταν ότι του ‘χε απομείνει απο εκείνα τα χρόνια, κι ήταν οι δύο τους πάντα στην καμπίνα, σα να μιλάγανε, σα να τα λέγανε, δυο φίλοι δεμένοι απο το χρόνο. Όταν στη γειτονιά έμεινε μόνο η Μαρμάρω, μόνη, να περιμένει να της στρίψουν το τιμόνι, κάθισε εκείνη στη θέση του οδηγού, και χαμογέλασε, και είπε ψιθυριστά, παππού, για σένα έμαθα να οδηγώ.