«Είμαι η Μαίρη Πόππινς…»
Σε θυμάμαι μικρούλα, βρεγμένη ως το κόκαλο με την τεράστια σάκα να σου βαραίνει τους ώμους, λες και αντί για βιβλία είχε μέσα όλα τα βάρη του κόσμου.
Σε θυμάμαι με τα παπουτσάκια σου λασπωμένα, να τρέμεις από το κρύο.
«Θέλω μία μεγάλη χρωματιστή ομπρέλα» είπες, σχεδόν βουρκωμένη.
Και πήρες την ομπρέλα σου μεγάλη, χρωματιστή, να σε χωράει μέσα ολόκληρη.
Κι ήταν λες και πήρες το πολυτιμότερο δώρο του κόσμου. Είμαι η Μαίρη Πόππινς ξεφώνιζες, άνοιγες την ομπρέλα σου έκανες δύο βήματα και στο τρίτο ένα ελαφρύ πηδηματάκι. Κι ύστερα μια χοροπηδητή φούρλα, σχεδόν στον αέρα σα να προετοιμαζόσουν να πετάξεις. Είμαι η Μαίρη Πόππινς έλεγες και τα βράδια κι ήθελες την ομπρέλα στο προσκεφάλι σου για να μπορείς να πετάξεις στα όνειρά σου.
Ακόμα και τώρα, μεγάλη πια, σαν αρχίζεις να πνίγεσαι με εκείνο το βάρος που στριφογυρίζει στο στήθος σου κι ο κόμπος στο λαιμό σου δεν επιτρέπει στο λυγμό να ξεχυθεί, παίρνεις την παιδική σου ομπρέλα και τρέχεις στην αυλή. Ακουμπάς επάνω της μ’ ευλάβεια την ψυχή σου και την πετάς ψηλά στον ουρανό. Κι ύστερα όταν επιστρέφει πίσω στα χέρια σου, ξαναβάζεις την ψυχή σου στη θέση της και μια μεγάλη ανάσα «ελευθεροσύνης» γεμίζει τα πνευμόνια σου.