Επετειακό
Βρόντηξε την πόρτα πίσω του. ∆εν το έκανε από νεύρα. Ήθελε απλώς να ακούσει την απόφαση που πήρε να βγει από το σπίτι, να την πιστέψει.
Ήταν κλεισµένος µέσα εδώ και µέρες· µέσα στα ντουβάρια και βαθιά στον εαυτό του, βυθισµένος στα προβλήµατα και χωρίς προοπτική, επιβίωνε σε ένα ατέρµονο όνειρο, από αυτά που µάταια προσπαθείς να ξυπνήσεις.
Ήταν λοιπόν µεγάλη η απόφαση να βγει. Σχεδόν τρέχοντας βγήκε στο σοκάκι κι άρχισε να περπατά, έτσι, χωρίς λόγο και προορισµό, µόνο και µόνο για να αλλάξει παραστάσεις και να τον δει λιγάκι ο φθινοπωρινός ήλιος. Αφού το εκτυφλωτικό φως εκπαίδευσε λίγο τα µάτια του, τα σήκωσε από την άσφαλτο κι άρχισε να χαζεύει τα µπαλκόνια των νεοκλασικών της παλιάς πόλης. Φθαρµένα από τα χρόνια –όπως όλα άλλωστε– έµοιαζαν στοιχειά που παίδευαν και κορόιδευαν τα µοντέρνα κλουβιά που είχαν φυτρώσει γύρω τους.
Το βλέµµα στάθηκε επίµονα σ’ ένα µικρό µεταλλικό µπαλκονάκι που φιλοξενούσε µια γαλανόλευκη. Παλιά κι αυτή, κιτρινισµένη και ξεφτισµένη, κρεµόταν ακίνητη από ένα κάγκελο τιµώντας την επέτειο. «Πώς να ‘ναι ο ιδιοκτήτης της;». Φαντάστηκε µια γιαγιά, γυρτή και µε σκαµµένο πρόσωπο, που µπορεί και να είχε ζήσει στιγµές εκείνου του πολέµου και ίσως δεν ήθελε να τις ξεχάσει.
«Τι τα θες, γιαγιάκα…» σκέφτηκε και κάθισε στο πεζούλι. «Σήµερα τον πόλεµο που ζούµε τον αποδεχόµαστε άπραγοι. Η δράση µας αρχίζει και τελειώνει µε το χαρτί στην κάλπη. Και περιµένουµε…». Άναψε τσιγάρο κι άρχισε έναν φανταστικό διάλογο µε την γιαγιά του νου του. «Εµείς τότε, παιδάκι µου, κάναµε ‘κείνο και τ’ άλλο κι αντισταθήκαµε και πολεµήσαµε και, και, και…».
Τελειωµό δεν είχε η γριά και του έφερνε στη σκέψη όλα όσα του έλεγε ο πατέρας του, που είχε φάει µπότα Γερµανού στα πλευρά. «Μα µη ξεχνάς το σηµαντικότερο: εµείς γιορτάσαµε την απόφαση να αντισταθούµε κι όχι τη λήξη του πολέµου. Θυµηθήκαµε το τραγούδι πριν τη µάχη κι όχι τους πανηγυρισµούς της απελευθέρωσης. Η ζωή θέλει δράση κι αποφάσεις αλλιώς δεν είν’ ζωή.»
Σηκώθηκε. ∆εν ήξερε από πού ήρθαν αυτές οι σκέψεις αλλά τον ανακούφισαν. Και φεύγοντας µονολόγησε κάτι ακόµη: «για να πάρω αποφάσεις χρειάζεται πάντα µια πρώτη: να τολµήσω να την πάρω».
Στον ∆.